Athina 2004[Οδηγία χρήσης: Όποιος φίλος ή όποια φίλη κουράζεται εύκολα με την ανάγνωση μπορεί να επιλέξει την… ακρόαση του άρθρου στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://clyp.it/lrckni14 (διάρκεια: 06:22)]

Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την εποχή που η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να διεκδικήσει τους Ολυμπιακούς του 2004 και σχεδόν τριάντα από την εποχή που ο Γιάννης Μηλιώκας συνέθεσε το διαχρονικά επίκαιρο «Να δεις που κάποτε θα μάς πούνε και… μ@λ@κες»! Διαβάζοντας πρόσφατα την είδηση για την παγκόσμιας επισκεψιμότητας ιστοσελίδα «The Daily Beast» που κατατάσσει τους Ολυμπιακούς της Αθήνας μεταξύ των πέντε πιο αποτυχημένων διοργανώσεων διερωτώμαι μήπως αυτό το «κάποτε» του Μηλιώκα έχει ήδη έρθει, τουλάχιστον για τις αθλητικές διοργανώσεις που έχει αναλάβει η χώρα∙ διότι σε άλλους τομείς της πολιτικής και οικονομικής μας πραγματικότητας ο Μηλιώκας έχει ήδη επιβεβαιωθεί προ πολλού και πέρα από κάθε αμφιβολία…

Η μεγαλύτερη έκπληξη βέβαια έρχεται από τον τρόπο με τον οποίο, ελαφρά τη καρδία, η αμερικανική ιστοσελίδα κατατάσσει τους Ολυμπιακούς της Αθήνας στην ίδια κατηγορία με τους «ναζιστικούς» Ολυμπιακούς του Βερολίνου (1938), τους «τρομοκρατικούς» Ολυμπιακούς του Μονάχου (1972), τους «εκρηκτικούς» (κυριολεκτικά) Ολυμπιακούς της Ατλάντα (1996) και τους… «υπερ-ντοπαρισμένους» Ολυμπιακούς της Μόσχας (1980). Στην ίδια «μαύρη λίστα» με τις ντροπιαστικότερες για το αθλητικό ιδεώδες διοργανώσεις συμπεριλαμβάνει και τους Ολυμπιακούς του 2004, όχι επειδή αμαυρώθηκαν από την τρομοκρατία, από οργανωτικές ελλείψεις ή από προβλήματα στις αθλητικές εγκαταστάσεις, αλλά επειδή – άκουσον άκουσον – ξεπέρασαν κατά πολύ τον αρχικό τους προϋπολογισμό!

Και αναρωτιέμαι γιατί τούς ενοχλεί τους Αμερικανούς αν εμείς χρυσοπληρώσαμε και θα συνεχίσουμε να χρυσοπληρώνουμε για πολλές γενιές την ολυμπιακή μας… «καυλάντα» της περιόδου 1997-2004. Από την τσέπη τους τα έβαλαν τα λεφτά; Προφανώς και όχι! Η Ελλάδα θα αποπληρώσει τον λογαριασμό των δανεικών, ακόμα και αν χρειαστεί να περάσουν πολλές δεκαετίες. Όλοι θυμόμαστε, εξάλλου, πόση πίεση άσκησαν στην Ελλάδα τα ντόπια και ξένα μέσα, προκειμένου τα έργα να ολοκληρωθούν εγκαίρως∙ μια πίεση, εκ πρώτης όψεως, δικαιολογημένη, αφού η γραφειοκρατική ακινησία των τριών πρώτων ετών της προετοιμασίας (1997-2000) έθεσε τη διεξαγωγή των Αγώνων στην Αθήνα υπό αυστηρή αμφισβήτηση.

Εν τέλει, τα ολυμπιακά έργα τελείωσαν στην ώρα τους και οι Αγώνες έγιναν με ανεπανάληπτη επιτυχία, αν και κόστισαν πάρα πολύ ακριβά λόγω των «απαραίτητων» απευθείας αναθέσεων και των άλλων καταχρήσεων! Κόστισαν πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα υπολόγιζαν ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι σκεπτικιστές της διεκδίκησής τους, που δεν ήταν και πολλοί, για να λέμε την αλήθεια. Το εθνικό μεγαλείο που υποσχόταν η στιγμή και ο λαϊκός ενθουσιασμός για ένα όνειρο που ανάλογό του δεν είχε ξαναζήσει ποτέ η χώρα συνέβαλαν, ώστε να ξεπεραστούν ή τουλάχιστον να… «κουκουλωθούν» ακόμα και οι τελευταίοι ηθικοί δισταγμοί για τις οικονομικές υπερβάσεις που συντελέστηκαν την περίοδο 2000-2004.

Δώδεκα χρόνια έχουν περάσει από τότε και στο ενδιάμεσο έχουν συμβεί τόσες πολλές αλλαγές στη χώρα (προς το χειρότερο βέβαια) που νιώθουμε σαν να έχει περάσει ένας ολόκληρος αιώνας! Από τότε είδαμε και Ολυμπιακούς στο Πεκίνο, είδαμε και Ολυμπιακούς στο Λονδίνο! Εννοείται ότι αυτές οι διοργανώσεις αξιοποίησαν στο έπακρο την εμπειρία της Αθήνας και πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Σήμερα, μέρα έναρξης των Ολυμπιακών της Βραζιλίας, η ειδησεογραφία του Ρίο είναι γεμάτη από αρνητικά νέα∙ για τις εγκαταστάσεις που είναι ακόμα ημιτελείς, επειδή η βραζιλιάνικη κυβέρνηση δεν πληρώνει τους εργάτες∙ για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο ολυμπιακό χωριό∙ για τις επιδημίες που θερίζουν ζωές∙ για τις εγκληματικές πράξεις που ήδη έχουν σημειωθεί εις βάρος ξένων αποστολών (κλοπές, βιασμοί, κ.ά.)∙ για τα μολυσμένα νερά των υδάτινων στίβων μέσα στους οποίους θα κληθούν ν’ αγωνιστούν οι ιστιοπλόοι∙ ακόμα και για τα ανθρώπινα πτώματα που επιπλέουν (!) δίπλα στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις…

Είναι λογικό να υπάρχει μεγάλη αναστάτωση. Τα παράπονα των αποστολών αποτελούν καθημερινό φαινόμενο και τα διεθνή μέσα ασκούν σκληρή κριτική για τις τραγικές ελλείψεις και την ανετοιμότητα των διοργανωτών. Όμως, η Βραζιλία δεν είναι Ελλάδα! Οι Βραζιλιάνοι δεν έδειξαν διάθεση να δαπανήσουν χρήματα, έστω και την ύστατη στιγμή, προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις∙ με άλλα λόγια, προκειμένου να γίνει πιο ευχάριστη η παραμονή των χιλιάδων αθλητών και επισκεπτών που θα λάβουν μέρος σ’ αυτό το δεκαπενθήμερο πανηγύρι… Οι Βραζιλιάνοι γνωρίζουν καλά ότι στις 21 Αυγούστου, που θα σβήσει η ολυμπιακή φλόγα, θα έχει μείνει μόνο ο λογαριασμός που θα κληθούν να πληρώσουν! Οπότε, ρεαλιστικά σκεπτόμενοι, προσπαθούν να κάνουν αυτό τον λογαριασμό όσο γίνεται πιο μικρό, ακόμα και αν χρειαστεί να θυσιαστεί το κύρος του ίδιου του θεσμού.

Εξάλλου, τα παραδείγματα της Αθήνας (2004), του Πεκίνου (2008) και του Σότσι (χειμερινοί Ολυμπιακοί 2014), που φιλοξένησαν τις τρεις ακριβότερες διοργανώσεις όλων των εποχών, δείχνουν ότι απ’ αυτό το μεγάλο αθλητικό γεγονός κερδισμένος δεν βγαίνει όποιος ξοδεύει τα περισσότερα χρήματα, αλλά όποιος αποκομίζει οφέλη επενδύοντας τα λιγότερα χρήματα! Αυτό ακριβώς δηλαδή που πέτυχε η Βαρκελώνη το 1992! Η ισπανική πόλη αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το πώς μία διοργανώτρια μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της με αφορμή ένα γεγονός που άφησε τόσα οφέλη, ώστε οι ίδιοι οι κάτοικοι, κάθε φορά που μιλούν για την πόλη τους, να νιώθουν την ανάγκη να διαχωρίζουν τη σύγχρονη ιστορία της σε περίοδο πριν και περίοδο μετά το 1992…

Αντιθέτως, εμείς εδώ στην Ελλάδα ξεμείναμε με τα απίστευτα χρέη, που θα πληρώνουν ακόμα και τα τρισέγγονά μας, με τις πανάκριβες εγκαταστάσεις, που παραδόθηκαν στην εγκατάλειψη και τη φθορά του χρόνου (στην καλύτερη περίπτωση) ή στη βορά των διαρρηκτών (στη χειρότερη), και με μία ατιμωτική θέση μεταξύ των πιο αποτυχημένων διοργανώσεων της ιστορίας! Για ένα δεκαπενθήμερο χάπενινγκ, που υποτίθεται θα διαφήμιζε τη χώρα, ξοδέψαμε τόσα δισεκατομμύρια, όσα θα έφταναν και θα περίσσευαν κιόλας, για να προβάλλουμε την Ελλάδα στα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά γραφεία του πλανήτη για πάρα πολλές δεκαετίες… Τελικά είναι να μη δίνει κανείς ένα δίκιο στον Μηλιώκα;

Πηγή: εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (Ρέθυμνο)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.