Του Νίκου Τσούλια
Προφανώς η εικόνα που έχουν οι εκπαιδευτικοί για τους συνδικαλιστές είναι ιδιαίτερα σημαντική για το εκπαιδευτικό κίνημα, για τη λειτουργία του και την αποτελεσματικότητά του, και θα πρέπει να γίνονται κατά καιρούς έρευνες προς τούτο – ανεξάρτητα από τις λειτουργίες κριτικής και αυτοκριτικής που είναι συστατικά στοιχεία των Γενικών Συνελεύσεων – προκειμένου τα ευρήματά τους να συνεργούν στην ανατροφοδότηση μιας πιο ορθολογικής συνδικαλιστικής δράσης.
Ο θεσμός της αντιπροσώπευσης στους κοινωνικούς θεσμούς δεν έχει τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αντιπροσώπευσης για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους. Εδώ δεν σχηματοποιείται η αντιπροσώπευση σε μορφές, για παράδειγμα, εξουσίας ή οποιασδήποτε μορφής κυριαρχίας – και μόνο εξ αυτού του στοιχείου μπορούμε να ισχυριστούμε ότι απλά και μόνο χρησιμοποιείται η ίδια η λέξη της «αντιπροσώπευσης», χωρίς να υπάρχει καμιά σημασιολογική συσχέτισή τους.
Η συνδικαλιστική αντιπροσώπευση βρίσκεται σε διαρκή δοκιμασία και αυτό συντελεί και στη μη αποξένωση των συνδικαλιστών από τα προβλήματα αυτών που εκπροσωπούν αλλά και στη δημιουργία ενός κλίματος διαρκούς ελέγχου τους. Θα σταθώ στο παρόν άρθρο στα αρνητικά σημεία της εν λόγω εικόνας, γιατί αυτά πρέπει να συζητούνται περισσότερο και να γίνεται προσπάθεια, προσωπική και συλλογική, για να υπερβαίνονται ή για να αμβλύνονται.
Η ανάλυση που εκθέτω είναι εν πολλοίς προσωπική αλλά συμπεριλαμβάνει και τις δύο πλευρές, εκπαιδευτικούς και συνδικαλιστές τους – αφού και πριν τη θητεία μου στην ΟΛΜΕ και μετά ήμουνα και είμαι εκπαιδευτικός και μόνο – με έμφαση όμως στην πλευρά του συνδικαλιστή με στόχο να καταθέσω την άποψή μου απ’ αυτή την οπτική. Πέντε είναι κυρίως οι αιτιάσεις που απευθύνονται στους συνδικαλιστές.
α) Έχουν κομματική σύνδεση, η οποία και τους δεσμεύει. Παλιότερα πράγματι υπήρχε πρόβλημα ακόμα και οργανωτικών παρεμβάσεων από τα κόμματα στις παρατάξεις τους – και πάντως με βεβαιότητα στη δική μου -, αλλά αυτή η εικόνα άλλαξε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι λόγοι που διαμόρφωσαν την εν λόγω εξέλιξη είναι κυρίως οι εξής: η κατάκτηση οργανωτικής αυτονομίας των παρατάξεων και η διαμόρφωση ανεξάρτητης συνείδησης και απλής αξιοπρέπειας από τους συνδικαλιστές αφενός και η κομματική αποδυνάμωση σ’ όλο το φάσμα της πολιτικής αφετέρου.
β) Χρησιμοποιούν το συνδικαλισμό για την πολιτική τους ανέλιξη. Εδώ κυριαρχεί περισσότερο μια παλιά προκατάληψη παρά η απλή πραγματικότητα. Το φαινόμενο της πολιτικής ανέλιξης ως αυτοσκοπός με όχημα τη συνδικαλιστική ιδιότητα δεν χαρακτηρίζει το εκπαιδευτικό κίνημα. Αναφέρω το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν αποχώρησα από την ΟΛΜΕ επέστρεψα στο λύκειό μου, ως εκπαιδευτικός (της αίθουσας και μόνο). Όταν λοιπόν διάφοροι συνάδελφοι ρωτούσαν τις υπαλλήλους πού βρίσκομαι και τους έλεγαν αυτό που συνέβη, δεν γινόταν πιστευτό και ανταπαντούσαν ότι «σας έχουν καθοδηγήσει και σ’ αυτό…» – και ήταν μια πολύ γενική θεώρηση, που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και στις υπαλλήλους. Επί της ουσίας, θεωρώ ότι ένας συνδικαλιστής έχει δικαίωμα να προσβλέπει σε μια πολιτική εξέλιξη – όπως κάθε πολίτης – αρκεί να έχει τελειώσει τη συνδικαλιστική του δέσμευση. Είναι απαράδεκτο να θεωρούμε ότι ένας μεγάλος κλάδος των 200.000 εκπαιδευτικών και των τριών βαθμίδων στη χώρα μας και με υψηλότατη μορφωτική και κοινωνική αναφορά να μην έχει δικαίωμα εξέλιξης στο πεδίο της πολιτικής – δηλαδή να μην υπάρχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα – αλλά να έχουμε στη Βουλή κάθε «καρυδιάς καρύδι».
γ) Φεύγοντας από το σχολείο αποκόπτονται από τα πραγματικά προβλήματα των εκπαιδευτικών. Εδώ πράγματι υπάρχει ένα επιμέρους πρόβλημα. Φυσικά αναφέρομαι για εκείνο τον μικρό αριθμό των εκπαιδευτικών, που έχουμε πλήρη απαλλαγή από το σχολείο κατά την άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων. Πολλά ζητήματα του σχολείου δεν συνειδητοποιούνται μακριά απ’ αυτό στο βαθμό που πρέπει με την ανάγνωση κάποιων κειμένων. Προσωπικά οφείλω να ομολογήσω ότι ακόμα και το Σύστημα Πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το κατανόησα πλήρως όταν επέστρεψα στο σχολείο! Φυσικά είναι δύσκολο να είσαι ταυτόχρονα στο σχολείο και να εκπροσωπείς 90.000 εκπαιδευτικούς σε μια Ομοσπονδία με φοβερό κύρος και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. (Επ’ αυτού θα επανέλθω).
δ) Χρησιμοποιούν ξύλινο και στείρο λόγο. Εδώ θεωρώ ότι αδικούμαστε. Οι συνάδελφοι κρίνουν με βάση τα γενικά κείμενα της ΟΛΜΕ, τα οποία εν πολλοίς έχουν πολιτική χροιά – αφού η εκπαίδευση είναι κατ’ εξοχήν και πολιτική λειτουργία και όχι μόνο κοινωνική – και τα οποία είναι καρπός δύσκολων συνήθως συνθέσεων μεταξύ των παραταξιακών ρευμάτων. Αν προσέγγιζε κάποιος τα κείμενα της ΟΛΜΕ επί των εκπαιδευτικών θεμάτων και επί των εκπαιδευτικών Συνεδρίων – όπου γίνεται εμβριθής ανάλυση -, θα διαπίστωνε έναν πλούτο στοχαστικών και τεκμηριωμένων θέσεων. Προσωπικά και επειδή θεωρούσα ότι το να εκπροσωπείς έναν πνευματικό επαγγελματικό κλάδο είναι φοβερή πρόκληση, διαβάζω και γράφω όσοι ελάχιστοι Έλληνες (!), γιατί έχω πάθος με τη γνώση, αλλά επιπρόσθετα και για να ανταποκριθώ όσο το δυνατόν καλύτερα στη μεγάλη πρόκληση.
ε) Δεν είναι τόσο αποτελεσματικοί όσο απαιτούν οι εκάστοτε συγκυρίες. Προφανώς αυτή η παρατήρηση ισχύει και θα ισχύει εσαεί, αφού τα προβλήματα και οι προκλήσεις της δημόσιας εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών διαρκώς πολλαπλασιάζονται! Αλλά επ’ αυτού του σημείου, που είναι και το πιο σημαντικό, θα επανέλθω με ξεχωριστό άρθρο.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι υπάρχουν αρνητικές όψεις στη λειτουργία μας ως συνδικαλιστών – όχι όμως στην έκταση και στην ένταση που αποδίδεται από τους εκπαιδευτικούς. Ισχυρίζομαι δε ότι αδικούνται οι συνδικαλιστές είτε γιατί υπάρχει μια γενική προκατάληψη – επί της οποίας δεν προβληματιζόμαστε καθόλου – είτε γιατί αναδύονται οι θεωρίες αποδόμησης και στα κοινωνικά κινήματα είτε γιατί δεν προχωράμε σε μια πλήρη αλλά και ορθολογική κριτική επ’ αυτών.