Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριό στο οποίο ζούσαν ορισμένες οικογένειες. Κάποιες μεγαλύτερες, κάποιες μικρότερες. Οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: αυτές που είχαν μεγάλο πλούτο και εκείνες που δεν είχαν. Μία από αυτές αποφάσισε πως θα έπρεπε και αυτή να φτάσει εκείνες που διέθεταν μεγαλύτερο πλούτο και εν τέλει αποφάσιζαν για το τι και πώς θα γίνει στο χωριό. Σε αυτήν την οικογένεια οι πιο μεγάλοι στην ηλικία κάθισαν και σκέφτηκαν πώς θα μπορέσουν να πετύχουν το σχέδιό τους. Να τι αποφάσισαν.
Πρώτα θα έπρεπε να αυξήσουν το μέγεθός τους. Να γίνουν δηλαδή τόσο πολυάριθμοι, ώστε να αρχίσουν να τους υπολογίζουν ακόμα και οι οικογένειες με μεγάλο πλούτο, οι οποίες δεν αυξάνονταν καθώς τα μέλη τους ζητούσαν από τη ζωή συνεχώς περισσότερο πλούτο και παροχές. Αυτό ήταν το κύριο μέλημά τους. Για να πραγματοποιηθεί το σχέδιο αυτό, θα έπρεπε ο αριθμός των γεννήσεων να είναι τέτοιος ώστε μέσα σε ένα λογικό βάθος χρόνου να δημιουργηθούν νέες γενιές. Ενώ δηλαδή οι πολύ πλούσιες αλλά και οι μικρές οικογένειες χρειάζονταν περίπου 35 χρόνια για να αποκτήσουν νέους απογόνους, αυτοί θα χρειάζονταν 18. Πώς όμως θα μπορούσε να υπάρχει μια σταθερή ροή και να συνεχίζεται αυτή η πληθυσμιακή έκρηξη μέσα σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια; Οι ηλικιωμένοι επικεφαλής αυτής της φάρας αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να πείσουν γυναίκες και άντρες ότι αυτό ήταν το θείο θέλημα και ότι κάνοντάς το έρχεσαι κοντά στον Θεό. Φυσικά απέκρυψαν ότι για αυτούς Θεός ήταν η κυριαρχία στο χωριό.
Το δεύτερο μέτρο που πήραν ήταν ότι η εξουσία τους θα είναι σταθερή. Για να το δικαιολογήσουν αυτό στα πολυάριθμα μέλη της οικογένειας άρχισαν να δημιουργούν τη θεωρία του κινδύνου. Η οικογένεια διαρκώς κινδύνευε από τις άλλες οικογένειες, πλούσιες και μικρές, και ως εκ τούτου έπρεπε να έχει αρραγή ενότητα και να συνεχίζει το σχέδιό της χωρίς ταλάντευση. Πέτυχαν και αυτόν τον στόχο τους δημιουργώντας κατά διαστήματα εντάσεις που δικαιολογούσαν τη θεωρία τους ότι η οικογένεια βρίσκεται σε κίνδυνο.
Το τρίτο μέτρο που έλαβαν ήταν να σπέρνουν συστηματικά τον φόβο στις μικρές οικογένειες. Παρουσιάζονταν ως φίλοι, αγκαλιάζονταν σαν τους συναντούσαν στον δρόμο, έλεγαν συχνά ότι είναι και αυτοί όπως και οι μικρές οικογένειες θύματα των πλούσιων οικογενειών και ότι δεν τους χωρίζει τίποτε. Σταθερά όμως δούλευαν προκειμένου να εκδιώξουν τις μικρές οικογένειες από το χωριό, για να πάρουν τα σπίτια τους.
Οι πλούσιες οικογένειες, που είχαν να επιδείξουν μια μακρά παράδοση στη διαχείριση της εξουσίας στο χωριό, αντιλαμβάνονταν ότι κάτι συμβαίνει αλλά επέλεξαν να συνεργάζονται με την οικογένεια αυτή που αύξανε διαρκώς τη δύναμη και το μέγεθός της. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η οικογένεια τους έκανε πολλές χάρες, κολάκευε πότε τον ένα πλούσιο και πότε τον άλλο (εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι πλούσιες οικογένειες δεν αποτελούσαν ένα αρραγές μέτωπο αλλά η καθεμιά είχε τη δική της ατζέντα) και κυρίως επιδείκνυε μια αταλάντευτη αποφασιστικότητα. Μπορούσε να το κάνει αυτό γιατί απλούστατα δεν ένιωθε φόβο. Όσο κυλούσε ο καιρός, τόσο ενδυναμωνόταν και μεγάλωνε πληθυσμιακά, ενώ οι πλούσιες οικογένειες έχαναν μέρος της δύναμής τους εξαιτίας των ατέρμονων εσωτερικών τους συγκρούσεων. Όταν μάλιστα ξέσπασε η Δεύτερη Μεγάλη Έριδα στο χωριό μεταξύ δύο πολύ πλούσιων οικογενειών, η αναδυόμενη δύναμη περίμενε καρτερικά να δει πού θα γείρει η πλάστιγγα, προκειμένου να ταχθεί με τον νικητή για να αποκομίσει τα περισσότερα οφέλη.
Οι μικρές οικογένειες χαρακτηρίζονταν κυρίως από αφέλεια. Θεωρούσαν ότι το χωριό δεν αλλάζει και ότι τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν. Μεγάλοι θα είναι πάντα οι ίδιοι, όπως και μικροί. Μολονότι έβλεπαν τη δύναμη και το μέγεθος της οικογένειας για την οποία συζητάμε να μεγαλώνει ταχύτατα, θεωρούσαν ότι η μοναδική για αυτούς λύση θα ήταν να είναι προσκολλημένοι στους πλούσιους. Η προσκόλλησή τους στηριζόταν όμως και στη φαντασιακή ερμηνεία της κατάστασης στο χωριό ή με άλλα λόγια στην ανύπαρκτη επαφή τους με την πραγματικότητα. Θεωρούσαν ότι μοιάζουν στις πλούσιες οικογένειες και ότι η διαρκώς αυξανόμενη οικογένεια είναι πρωτόγονη και οπισθοδρομική. Αρνούνταν πεισματικά να καταλάβουν ότι οι πλούσιοι τους έβλεπαν ως παρίες και η συγκεκριμένη οικογένεια ως σκουλήκια τα οποία κάποια στιγμή θα έλιωνε. Διαρκώς μάλωναν μεταξύ τους για το με ποιους πλούσιους θα ταχθούν. Δοκίμασαν διάφορες επιλογές αλλά συνήθως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Πάνω από όλα όμως ήταν για τις μικρές οικογένειες αδιανόητο ότι θα μπορούσαν κι αυτές να μεγαλώσουν, ακριβώς όπως επιχειρούσε και η αντίπαλός τους. Αυτή άλλωστε θα ήταν και η μοναδική λύση στο πρόβλημά τους. Έχοντας αυτοκαταδικαστεί στο να παραμείνουν αριθμητικά μικρές προσέφεραν στην διαρκώς ενδυναμωνόμενη οικογένεια αυτό που ήθελε: να μεγαλώσει τόσο, ώστε οι αριθμοί να μιλήσουν από μόνοι τους.
Δεν είναι ότι δεν υπήρξαν σημάδια. Όπως εκείνον τον Σεπτέμβριο, όταν η οικογένεια έδιωξε από ένα σπίτι που ανήκε σε μέλη μιας άλλης μικρής οικογένειας αλλά βρισκόταν στην Πέρα γειτονιά άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η μικρή οικογένεια δεν έκανε τότε κάτι αντίστοιχο αλλά πήγαινε και παρακαλούσε τους πλούσιους να κάνουν κάτι. Κι εκείνοι απλώς είπαν στους θύτες ότι καλό είναι να μη συμβαίνουν τέτοια πράγματα. (Κάποιοι μάλιστα λένε ότι μετά από αυτή την απάντηση τα γέλια των τραμπούκων ακούστηκαν σε όλο το χωριό). Ή εκείνο το φρικτό καλοκαίρι, όταν η οικογένεια μπήκε με τη βία σε πολλά σπίτια στην άλλη γειτονιά, σκότωσε κάποιους και εκδίωξε τους υπόλοιπους κατοίκους τους. Πάλι παρακάλεσαν τους πλούσιους και φυσικά πάλι δεν έγινε τίποτα.
Στην πραγματικότητα η οικογένεια που αύξανε τη δύναμή της δοκίμαζε συστηματικά τις αντοχές όλων. Έχοντας άφθονα πια μέλη, τα οποία βρίσκονταν σε νεαρή ηλικία, έσφυζε από ζωή, που οι ηλικιωμένοι δόλια κατηύθυναν στη σύγκρουση μέχρι να κυριαρχήσουν στο χωριό. Όσο έβλεπαν ότι οι άλλοι αντιδρούσαν μόνο με λόγια, τόσο αποθρασύνονταν. Για να σας εξομολογηθώ όμως και κάτι που παρέλειψα, στις μεταξύ τους συναντήσεις οι ηλικιωμένοι αυτής της οικογένειας είχαν εκπλαγεί από την απίστευτη νωθρότητα των αντιπάλων τους. Είχαν φτάσει μάλιστα στο σημείο να γελούν με την αδυναμία των άλλων να αντιδράσουν. Η κυνικότητα των πλουσίων και η μοιρολατρία των μικρών ήταν οι μεγαλύτεροι σύμμαχοί τους. Οι τελευταίοι μάλιστα διαπότιζαν συνεχώς τα μέλη τους με την αντίληψη ότι οι ίδιοι ήταν πάντα μικροί και οι αντίπαλοί τους πάντα μεγάλοι και ότι υπήρχε, δήθεν, κάποιο είδος ομορφιάς και ηρωισμού στο να είσαι πάντα μικρός και να τα βάζεις με τους μεγάλους. Και να χάνεις. Διαρκώς.
Τότε, και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει (τη συνήθη σημασία των λέξεων αυθαίρετα άλλαξαν για να δικαιώσουν τις ενέργειές τους): η αδράνεια μετονομάστηκε πολιτισμός, η μοιρολατρία ρεαλιστική εκτίμηση των δεδομένων, η διορατική προετοιμασία για το μέλλον φανατισμένη εμμονή, ο ραγιαδισμός αναγνώριση της φυσιολογικής υστέρησης μπροστά στους άλλους.
Τα χρόνια πέρασαν. Τα 13 σπίτια της οικογένειας έγιναν 80, ενώ τα 7 μιας μικρής οικογένειας έφτασαν με τη βία τα 10. Από τις πλούσιες οικογένειες υπήρχαν ακόμη κάποιες με 320 και 145 σπίτια, ενώ άλλες (μυρηκάζοντας τα φύλλα μιας παλαιάς, μαραμένης δάφνης) έμεναν καθηλωμένες στα 65, 66 και 80. Λίγο ακόμα, έλεγαν οι ηλικιωμένοι, και θα γίνουμε μια από τις πολυπληθέστερες και ισχυρότερες οικογένειες στο χωριό. Λίγο ακόμα, και θα τους πάρουμε όλα τα σπίτια. Λίγο ακόμα.
Έτσι θυμήθηκα τον Σεφέρη:
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ᾽ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει / στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο / μνησιπήμων πόνος.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: xristos.tsangalis@gmail.com
Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (22.1.2017)