Του Νίκου Τσούλια
«Άντε τον βγάλαμε και τούτο το χειμώνα», έλεγαν οι γερόντοι παλιότερα στα χωριά, θεωρώντας πώς ο χειμώνας είναι η δύσκολη εποχή με τα κρύα και τις βροχές, ενώ στις άλλες εποχές ο χρόνος κυλάει πολύ πιο εύκολα και έτσι αν έβγαινε ο χειμώνας, μετά θα είχαν κερδισμένη τη χρονιά. Και είχαν δίκιο, γιατί τότε οι χωρικού έβγαζαν τους χειμώνες μέσα στα χωράφια και στις δουλειές και τα σπίτια ήταν ανοχύρωτα, χαμοκέλες και χαμόσπιτα τα περισσότερα, πού και πού κανένα δίπατο αλλά και αυτό μέσα στη γύμνια του.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 1960 στα χωριά δεν ήταν και τόσο γνωστή η έννοια του συνταξιούχου. Όλοι πήγαιναν για δουλειά, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, και μόνο αν ήταν κάποιος ανήμπορος, θα καθόταν στο σπιτικό του, γιατί τότε τα καφενεία ήταν κλειστά την ημέρα. Οι συνθήκες άλλαξαν τώρα σ’ όλη τη χώρα, η ποιότητα της ζωής των κατοίκων βελτιώθηκε. Τους χειμώνες δεν τους περνάμε πια με εκείνες τις δυσκολίες.
Αλλά ο χειμώνας έχει και τις γλύκες του. Και δεν εννοώ απλά και μόνο τη χαρά που κουβαλάει στα στερνά του σαν νιώθουμε τα τόσα και τόσα σκιρτήματα και ζωηρέματα της φύσης και τις πρώιμες ζέστες της άνοιξης. Εννοώ ότι αυτός καθ’ εαυτός ο χειμώνας έχει ομορφιές και χάρες. Έχει γλύκες και περίεργες όψεις της θαλπωρής. Αρκεί να έχουμε μάτια στην ψυχή να νιώθουμε τη γοητεία της ζωής… Μόνο μέσα στη βαρυχειμωνιά μπορείς να βιώσεις τη θέρμη του ήλιου και να επιδοθείς στο ηλιομάζωμα, στο απάγκιο που φυλάγεται από το ξεροβόρι και το ζεσταίνει ο λιγοστός ήλιος και να χαίρεσαι αυτό το πέρασμα από της ψύχρας το τουρτούρισμα στο γλυκό χάιδεμα των ηλιακτίνων.
Είναι η προσμονή του χιονιού, της εικόνας της απόλυτης λευκότητας που μετασχηματίζει το συνηθισμένο σκηνικό στο πέπλο της «χρωματικής αθωότητας», μια προσμονή που την επιζητείς να πάει και μέχρι τα άκρα, να το στρώσει για καλά και να κλείσουν οι δρόμοι και τα σχολεία και να νομίζουν τα παιδιά ότι μόνο αυτοί θέλουν τον λευκό αποκλεισμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι και οι μεγάλοι είναι αυτού του πνεύματος, όσο και αν επιμένουν φραστικά περί του αντιθέτου. Και ο ήλιος δείχνει κουρασμένος, κάνει σύντομα τη διαδρομή του, δεν ανεβαίνει ψηλά, δίνει …έδαφος στη νύχτα και στην απομείωση των βιολογικών λειτουργιών. Και έτσι η ζωή συστέλλεται και ένα μέρος της επιζητεί το χώμα και επιδιώκει την αδράνεια.
Αλλά ποιος μπορεί να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή μας – και αν μπορούσε να υπάρχει η ζωή σ’ όλο αυτό το μεγαλείο της… – αν δεν είχαμε του χειμώνα τις μεγάλες βροχοπτώσεις και τις νεροποντές, αν δεν φούσκωνε ο φλοιός του φλοιού της Γης από το νερομάζωμα που τόσο το επιζητούν όλες οι μορφές και οι εκδηλώσεις της ζωής στις άλλες εποχές; Ακόμα και οι καταιγίδες και η βιαιότητα του ουρανού δεν επιζητούνται με την προϋπόθεση της ασφάλειας του σπιτικού, για να απολαύσουμε θέαμα μοναδικό και να γεννηθούν σκέψεις και στοχασμοί που αλλιώς δεν μάς επισκέπτονται; Πόσες φορές δεν θέλουμε να μας πιάνει η βροχή στο δρόμο για το σπίτι μας και να βρεθούμε μετά στη θέρμη του τζακιού; Αλλά δεν είναι το αναμμένο τζάκι η μόνη εικόνα σύνδεσής μας με τις πρωτόγονες «μορφές του ανθρώπου», με τις απαρχές δημιουργίας των πρώτων κοινωνιών του; Και χαζολογούμε με τις φλύαρες γλώσσες της φωτιάς και με τα παιχνίδια των χρωματισμών τους και αναρωτιόμαστε γι’ αυτό το θείο δώρο που άλλαξε όλη την εξέλιξή μας και μπορεί να δημιουργεί την τόσο γλυκιά αίσθηση της εστίας μέσα στην εστία και του μαζέματος της οικογένειας γύρω απ’ αυτή αλλά και την ίδια στιγμή να απορούμε το πόσο εύκολα οι γλώσσες της φωτιάς μπορούν τα πάντα να καταστρέψουν και να εξαϋλώσουν, χωρίς να μπορούμε να αντιληφτούμε πώς ακριβώς εκτυλίσσονται τα παιχνίδια της ύλης…
Είναι ο χειμώνας της φύσης – έξω από το τσιμεντένιο συνεχές της πόλης όπου λίγες εκφράσεις της φύσης αντιλαμβανόμαστε – που οδηγεί σχεδόν τα πάντα στη νάρκωση και στην αναστολή και στο μάζωμα χυμών για τις μετέπειτα φουσκοδεντριές, για την καινούργια ορμή της ζωής. Αλλά μιλάμε για το χειμώνα του εύκρατου κλίματος και της πατρίδας μας, γιατί ο χειμώνας αλλού είναι δυνάστης και επιδρομέας. Και γι’ αυτό οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η γενναιοδωρία της φύσης απέναντί μας είναι ολοκληρωτική.
ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Κ.Π. Καβάφη: «Καλός και κακός καιρός» (αποκηρυγμένα)
Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.
Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.
Κώστα Καρυωτάκη: «χιόνι»
Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μας τώρα που όξω πέφτει χιόνι! Το μπερντέ παραμερίζοντας, τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι να σκεπάζει όλα τα πράματα: δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα. Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα!
Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει. Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας. Ψωμί λέγει πως δεν έχει, πως κρυώνει, πως επάγωσε… «Έλα μέσα, κοριτσάκι. Το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι».
Κικής Δημουλά: «Τα πάθη της βροχής»
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Μήτσου Παπανικολάου: «Χειμώνας»
Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
η μοίρα μας κι οι ξένοι.
Μίλτου Σαχτούρη: «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»
Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναί, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.
http://piotermilonas.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1361.html