Η κορινθιακή τριλογία του Ευμήλου ολοκληρώνεται με το έπος Ευρώπεια, που παίρνει το όνομά του από το μυθικό πρόσωπο Ευρώπη, η αρπαγή της οποίας από τον Δία επρόκειτο να αποτελέσει τον ιδρυτικό μύθο για την ονοματοδοσία της ηπείρου μας.
Με βάση τα έξι σωζόμενα αποσπάσματα, ένα από τα οποία αποδίδεται στην Ευρώπεια χωρίς απόλυτη βεβαιότητα, η πλοκή ίσως ξεκινούσε με την αρπαγή της Ευρώπης από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία, ο οποίος την μετέφερε από τη Φοινίκη στην Κρήτη. Αποτέλεσμα της συνεύρεσής του μαζί της εκεί ήταν τρεις γιοι: ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Σαρπηδόνας. Δεν γνωρίζουμε σε ποια έκταση ο Εύμηλος αναφερόταν στους γιους της Ευρώπης αλλά είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε ότι η αφήγηση ασχολούνταν συστηματικά με τους τρεις αδελφούς της, τους οποίους ο πατέρας της Αγήνορας έστειλε να την αναζητήσουν. Ο Φοίνικας πήγε να τη βρει στην Φοινίκη, ο Κίλικας στην Κιλικία, ενώ ο Κάδμος με την Τηλέφασσα (τη μητέρα της Ευρώπης και του Κάδμου) ταξίδεψαν στη Θράκη και εγκαταστάθηκαν εκεί. Ο καιρός περνούσε και η αναζήτηση έβαινε άκαρπη. Μετά τον θάνατο της Τηλέφασσας ο Κάδμος έφυγε από τη Θράκη και πήγε στους Δελφούς, για να ρωτήσει τον Απόλλωνα αναφορικά με το πού βρισκόταν η αδελφή του. Ο θεός τον συμβούλευσε να ακολουθήσει μια αγελάδα μέχρι εκείνη να καταρρεύσει από την εξάντληση. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έπρεπε να ιδρύσει μια πόλη. Τα πράγματα έγιναν όπως ορμήνευσε ο θεός. Ο Κάδμος ακολούθησε μια αγελάδα από τα κοπάδια του Πελάγονα και ίδρυσε μια πόλη στη Βοιωτία, όπου η αγελάδα κατέρρευσε από την κούραση. Τα μυθολογικά συμφραζόμενα είναι πλούσια σε αυτή τη φάση του μύθου (ο Κάδμος φονεύει τον δράκοντα σε μια πηγή, η ιστορία των Σπαρτών, η αναγκαστική υπηρεσία του Κάδμου έτσι ώστε ο θεός Άρης να καταπραϋνθεί) αλλά θα ήταν παρακινδυνευμένο να συναγάγουμε ότι απαντούσαν και στο ποίημα του Ευμήλου.
Όπως και να έχει το πράγμα, ο Κάδμος παντρευόταν την κόρη του Άρη και της Αφροδίτης Αρμονία (ίσως ως επισφράγιση της ομόνοιάς του με τον Άρη) και αποκτούσαν τέσσερα παιδιά: την Αυτονόη, την Ινώ, τη Σεμέλη και τον Πολύδωρο. Καθώς γνωρίζουμε ότι ο Εύμηλος αφηγούνταν το επεισόδιο Λυκούργου-Διονύσου (μαρτυρημένο και στην ομηρική Ιλιάδα σε εξαιρετικά συντετμημένη μορφή, περισσότερο γνωστό από τη Λυκούργεια τριλογία του Αισχύλου), εικάζουμε πως οι απόγονοι του Κάδμου και της Αρμονίας συνιστούσαν αντικείμενο της επικής αφήγησης (ο Διόνυσος είναι γιος της Σεμέλης και του Δία). Η γενεαλογική σκαλωσιά πάνω στην οποία χτίζεται το οικοδόμημα της πλοκής είναι και στην περίπτωση αυτή ορατή: ο Εύμηλος ξετύλιγε τον μίτο της αφήγησης παρακολουθώντας τη μοίρα των απογόνων του Κάδμου και της Αρμονίας, όπως δηλαδή είχε πράξει και με τους απογόνους του Αγήνορα και (ίσως) τους γιους της Ευρώπης. Ο ποιητής λοιπόν αναφερόταν στην περιπλάνηση του Διονύσου σε όλη τη γη, καθώς ο θεός παρουσιαζόταν να χορεύει στο πλαίσιο της λατρείας του. Εξαιτίας του μίσους της Ήρας εναντίον του Διονύσου (άλλου ενός απογόνου του ερωτικά άτακτου συζύγου της), ο Λυκούργος (παρακινημένος από την απατημένη σύζυγο του Δία) προσπάθησε να απομακρύνει τον Διόνυσο από τη Θράκη χτυπώντας τον με μια βουπλήγα και πραγματοποιώντας επίθεση στις ακολούθους του. Τρομοκρατημένος ο Διόνυσος πήδηξε στη θάλασσα, όπου τον υποδέχθηκαν οι Νηρηίδες Θέτιδα και Ευρυνόμη. Η μοίρα του Λυκούργου ήταν αναπόφευκτα τιμωρητική: ο Δίας του στέρησε το φως του.
Μετά τον θάνατο του Κάδμου ο Πολύδωρος έγινε βασιλιάς της Θήβας. Τον διαδέχθηκε ο Λάβδακος, ο γιος που είχε αποκτήσει με την κόρη του Νυκτέα. Μετά τον θάνατο του Λάβδακου την εξουσία πήρε ο Λύκος, αδελφός του Νυκτέα, καθώς ο Λάιος (ο γιος του Λαβδάκου και νόμιμος κληρονόμος του θρόνου) ήταν ανήλικος. Αυτά πρέπει να ήταν τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία ο Εύμηλος αφηγούνταν την ιστορία του Αμφίονα και του Ζήθου, των γιων του Δία (που συνέχιζε απτόητος τις ερωτικές του περιπέτειες) και της Αντιόπης, που ήταν επίσης κόρη του Νυκτέα. Έγκυος από τον Δία η Αντιόπη κατέφυγε στη Σικυώνα, όπου βασίλευε ο Επωπέας, σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από τον σκληρό πατέρα της. Όταν ο Νυκτέας έμαθε ότι η Αντιόπη παντρεύτηκε τον Επωπέα, αυτοκτόνησε. Ωστόσο, λίγο πριν είχε διατάξει τον Λύκο να εκστρατεύσει από τη Θήβα εναντίον της Σικυώνας. Η εκστρατεία ήταν επιτυχημένη: η πόλη έπεσε, ο Επωπέας έχασε τη ζωή του, η Αντιόπη σύρθηκε στην αιχμαλωσία. Καθώς ο Λύκος επέστρεφε με τον στρατό του στη Θήβα, η Αντιόπη γέννησε στις Ελευθερές της Βοιωτίας τους δίδυμους Αμφίονα και Ζήθο, τους οποίους εμπιστεύτηκε σε έναν βοσκό που μεγάλωσε τα παιδιά σαν δικά του. Όταν μεγάλωσαν, οι δίδυμοι σκότωσαν τον Λύκο και ελευθέρωσαν τη μητέρα τους. Για να το πετύχουν μάλιστα αυτό χρειάστηκε να εκπορθήσουν την πόλη της Θήβας, την οποία στη συνέχεια προίκισαν με ψηλά τείχη, η κατασκευή των οποίων αποτελεί ένα πασίγνωστο μυθικό στιγμιότυπο. Ο Ζήθος κουβαλούσε τις πέτρες, ενώ ο Αμφίονας έπαιζε τη λύρα που του είχε διδάξει ο θεϊκός ευρετής της, ο ίδιος ο θεός Ερμής. Ο Αμφίονας παντρεύτηκε τη Νιόβη και ο Ζήθος τη Θήβη.
Τα πράγματα περιπλέκονται στο σημείο αυτό, λόγω έλλειψης υλικού. Παρά ταύτα, καθώς αδελφή της Θήβης ήταν μια άλλη κόρη του ποταμού-θεού Ασωπού, η Σινώπη, φαίνεται ότι εδώ ο Εύμηλος αφηγούνταν την αρπαγή της τελευταίας από τον Απόλλωνα και τη μεταφορά της από την Υρία της Βοιωτίας στον Πόντο. Είναι πιθανό ότι γινόταν αναφορά στην ίδρυση της ομώνυμης πόλης, στοιχείο που χρησιμεύει ως terminus post quem για τη χρονολόγηση του ποιήματος. Δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι πηγή για το εν λόγω απόσπασμα είναι τα σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο, δεν αποκλείεται να γινόταν κάποια νύξη (ή σύνδεση;) με τους Αργοναύτες. Το τελευταίο απόσπασμα, διάσημο για τα εξωτικά ονόματα των τριών Μουσών και θυγατέρων του Απόλλωνα (Κηφισώ, Αχελωίς, Βορυσθενίς) και έξοχα ερμηνευμένο από τη διεισδυτική ματιά και εκπληκτική αρχαιομάθεια του Gottfried Hermann, είναι τόσο αινιγματικό, ώστε ο περιορισμός μας στην απλή εικασία για ένα απολλώνειο ταξίδι στη χώρα των Υπερβορείων να μη είναι απλώς υπεκφυγή.
Ποια η γενική εικόνα που προκύπτει για την Ευρώπεια; Η δομή είναι σαφώς γενεαλογική, το θεματικό εύρος μεγάλο. Η απουσία πρωταγωνιστή, όπως και στην περίπτωση των Κορινθιακών (με τα οποία υπάρχουν αρκετοί συνδετικοί κρίκοι, λιγότεροι με την Τιτανομαχία) χαλαρώνει την αφήγηση που μοιάζει να κυλάει προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο αρχικός μύθος της αρπαγής της Ευρώπης που δίνει στο έπος αυτό την ονομασία του σε καμία περίπτωση δεν συνέχει την πλοκή. Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της γενεαλογικής ποίησης, που ξετυλίγεται σαν φίδι και ελίσσεται διαρκώς, χωρίς ορατό στόχο. Το γεωγραφικό άνυσμα στο οποίο κινούνται οι ήρωες είναι τεράστιο: από τον νότο της Μεσογείου (Κιλικία, Φοινίκη, Κρήτη) κινούμαστε προς τον Βορρά (Θράκη), κατεβαίνουμε ξανά νοτιότερα (Δελφοί, Βοιωτία, Σικυώνα), για να εκτιναχθούμε και πάλι βόρεια, έως τη γη του Πόντου και ίσως και τη χώρα των Υπερβορείων. Μολονότι δεν γνωρίζουμε την ακριβή έκταση του ποιήματος, οι αρπαγές γυναικών (Ευρώπη, Σεμέλη, Αντιόπη, Σινώπη) ίσως να λειτουργούσαν και ως θεματικοί αρμοί ή εσωτερικές ενότητες.
Εδώ φθάσαμε στο τέλος της γνωριμίας μας με την επική παραγωγή που σχετίστηκε με το όνομα του Κορίνθιου ποιητή Ευμήλου. Μολονότι το υλικό που έχουμε στα χέρια μας στηρίζεται σε λίγα αποσπάσματα, από τα οποία ακόμα λιγότερα μας παραδίδουν αυθεντικούς στίχους, είναι σαφές ότι το κορινθιακό έπος πρέπει να αποτελούσε ένα βασικό πόλο για την εξέλιξη του είδους κατά την αρχαϊκή εποχή, με δύο όμως απαραίτητες διευκρινίσεις: πρώτον, την υπογράμμιση της γενεαλογικής και αρχαιοδιφικής του διάστασης και, δεύτερον, την τοπική ή (στην καλύτερη περίπτωση) περιφερειακή του εμβέλεια. Δίχως μεγάλους ήρωες και μεγάλες μυθικές περιπέτειες, πανελλήνιο κύρος δεν μπορεί να αποκτηθεί. Αυτή είναι η ικανή, όχι όμως και η αναγκαία συνθήκη για την πανελλήνια καθιέρωση. Από κει και πέρα χρειάζεται και ένας μεγάλος ποιητής. Πάντως ο Εύμηλος alter Homerus δεν υπήρξε.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: xristos.tsangalis@gmail.com