Του Νίκου Τσούλια
Ζωντανά πλάσματα είναι οι λέξεις. Γεννιούνται και πεθαίνουν, διαφοροποιούνται και εξελίσσονται, αισθάνονται και αντιδρούν, υποφέρουν και ευτυχούν. Απέραντος ο κόσμος τους. «Εμφανίστηκε» μαζί με τον κόσμο του ανθρώπου και από τότε μαζί ταξιδεύουν στον άγνωστο χρόνο. Η δική τους ζωντάνια μάς συνδέει με τους ανθρώπους που αγαπάμε, με τα ιερά τέρατα της ανθρώπινης διανόησης. Αυτές εκφράζει τον έρωτά μας και την αγάπη μας, την αγωνία μας και τις αναζητήσεις μας.
Οι ανάγκες και τα συναισθήματα, η αναζήτηση και η πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων γεννούν τις λέξεις και αυτές εν μέρει αυτονομούνται και διαμορφώνουν το δικό τους ξεχωριστό στερέωμα. Εκεί προσφεύγει κάθε άνθρωπος, όταν αρχίζει να εξανθρωπίζεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Μέσα από τον κόσμο των λέξεων ξαναγεννιέται και συμμετέχει πρώτη φορά στη δική του – πολιτισμική αυτή τη φορά – γέννηση και αυτοδημιουργία. Στον κόσμο των λέξεων αντιλαμβάνεται το δικό του κόσμο, εκεί αναγνωρίζει τον εαυτό του, εκεί καταθέτει την προσωπική του αφήγηση της ζωής.
Οι λέξεις δημιουργούν μια ολόκληρη αυτόνομη ξεχωριστή κοινότητα, στην οποία ο λόγος του ανθρώπου ευδοκιμεί και μεγαλουργεί, εδώ οι άνθρωποι μπορούν να αντιλαμβάνονται τους άλλους ανθρώπους πέραν από το άγγιγμα των χεριών τους και των σωμάτων τους, εκεί συνδιαλέγονται και συζητούν αέναα τη μοίρα τους και αναζητούν στα σκοτάδια του άγνωστουτα δικά τους ίχνη, εκεί συναντιούνται οι ψυχές τους και εξομολογούν τα πάθη τους και τους πόθους τους.
Άλλες λέξεις ζουν και πεθαίνουν σε μερικούς αιώνες και άλλες παραμένουν διαχρονικές και αιώνιες, άλλες ταξιδεύουν σε τόπους καινούργιους και μετασχηματίζονται διατηρώντας και την παλιά εικόνα τους, άλλες αποκτούν ξεχωριστά κάθε φορά «παιδιά» κατά τόπους και ξεπηδούν οι διάλεκτοι για να πλουτίσουν την ομορφιά του ανθρώπου, άλλες «βαφτίζονται» από τις απαιτήσεις και τις συνθήκες της επιστήμης, της τέχνης και της φιλοσοφίας «όροι» και κατακτούν παράλληλα ένα «επαγγελματοποιημένο» σημασιολογικό φορτίο που υπερβαίνει τους περιορισμούς των λεξιλογίων των διαφόρων λαών. Οι λέξεις αναπνέουν με το οξυγόνο του Λόγου. Εδώ στην ομιλία θα γεύονται την ύπαρξή τους, γιατί «οι λέξεις δεν έχουν μόνο τις σημασίες των λεξικών – που δεν είναι και λίγες, εισπνέοντας σημασίες από τα συμφραζόμενα – αλλά, χωρίς να είναι “αθώες του αίματος” αυτού, παίρνουν σημασίες από τα νέα συμφραζόμενα»[i].
Οι λέξεις έχουν συναισθήματα, υποφέρουν όταν κακοποιούνται, είναι ευτυχισμένες όταν εκφράζουν τον έρωτα και την αγάπη, όταν γεύονται τις ακρώρειες της έρευνας του ανθρώπινου πνεύματος. Οι λαοί που έχουν μια πρωτόλεια ματιά στη φύση – πέραν της τεχνολογικής πανοπλίας – παίζουν με τις λέξεις και τις λαξεύουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ινδιάνοι Γουαρανί πιστεύουν πως «όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις ή προδίδουν την ψυχή». Αυτές νοηματώνουν την έναρθρη ομιλία, την ξεχωριστή μουσική της ανθρώπινης φωνής κάνοντάς την μοναδική στα πεδία των άπειρων συχνοτήτων των διαφόρων ήχων της φύσης. Αυτές μπορούν να δώσουν υπόσταση στη συνείδηση και στη νοημοσύνη των ανθρώπινων πλασμάτων. Όποιος έχει τη θεία χάρη να συνομιλεί μαζί τους αγγίζει την ουσία τους. «Άκουγα τα γράμματα να συνομιλούν με την πραγματικότητά μου, να την νοηματώνουν, τελικά να υπογραμμίζουν αυτό που πραγματικά μετράει τη στιγμή της αναγνώσεως, δηλαδή η ένταση των αισθήσεων, η βεβαιότητα του ότι είμαστε ζωντανοί και κάπου μπροστά μας κρύβεται ο Προυστ, ο Τζόις, ο Σέξπιρ, ο Καζαντζάκης, ο Πλάτωνας»[ii].
Άλλες λέξεις μεταλλάσσονται και μετασχηματίζονται συνεξελισσόμενες με το διάβα του ανθρώπινου πολιτισμού, άλλες χάνονται έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο τους, άλλες γεννιούνται για να εκφράσουν τα μηνύματα νέων εποχών. Ο ωκεανός των λέξεων βαθαίνει τη σκέψη των ανθρώπων, συνεργεί στον έκφραση των τόσων και τόσων νοημάτων των, πληθαίνει τον πνευματικό τους πλούτο. Και μόνο οι ζωντανές οντότητες των λέξεων μπορούν να υπηρετήσουν την ιερή αποστολή των ανθρώπων. Τίποτα δεν μπορεί να είναι υπαρκτό για το πνεύμα των ανθρώπων έξω από το εννοιολογικό στερέωμα των λέξεων.
Αναζητούμε τη ζωντάνια των λέξεων, γιατί «επιλέγονται όχι από την σκέψη μας σύμφωνα με τις συνάφειες της ουσίας της, αλλά από τον πόθο μας να απεικονίσουμε τον εαυτό μας»[iii], αυτές μπορούν να καταλαγιάσουν την υπαρξιακή μας αγωνία, γι’ αυτό «είναι το καταφύγιό μας» (Σαρτρ, Το σώμα πεθαίνει και γίνεται βιβλίο). Αλλά όπως σε όλα τα ζωντανά πλάσματα και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της καταπίεσης και του καταναγκασμού. Μπορούν οι λέξεις να γίνουν δυνάστες των φορέων τους, των ανθρώπων, να υπηρετήσουν τη χειραγώγηση, την εξάρτηση και την εκμετάλλευση ανθρώπων από άλλους ανθρώπους, μπορούν να αποκτήσουν ένα κίβδηλο νόημα που σκοπό έχει την εξαπάτηση του πνεύματος των ανθρώπων. Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο θα μιλήσει για τις επικίνδυνες λέξεις, θα αποϊρεοποιήσει την κρούστα της αυθεντίας και της εξουσίας, θα ομολογήσει μια απλή αλήθεια. «Δεν εμπιστεύομαι τις απόλυτες βεβαιότητες και τις απόλυτες αλήθειες: προέρχονται από ανθρώπους ξύλινους, όχι από ανθρώπους με σάρκα και οστά».
Η θνητότητα των λέξεων είναι και θνητότητα των ανθρώπων – είναι η θνητότητα που υπηρετεί τη ζωή τους – κοινό το μεγαλείο τους, κοινή η αγωνία και η μοίρα τους. Λέξεις και άνθρωποι συνταξιδεύουν στους άγνωστους τόπους του χρόνου, στο σιωπηλό Σύμπαν, μαζί αναζητούν το νόημα της κοινής ζωής των!
Οι λέξεις τεντώνονται, ραγίζουν και κάποτε σπάνε,
από τη βάρος του φορτίου,
από την ένταση, γλιστρούν, παραπατούν, σβήνουν,
φθίνουν από την ανακρίβεια, δεν μένουν στη θέση τους,
δεν μένουν ακίνητες.Τ.Σ. Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα
[i] Α. Αργυρίου, Τα δικαιώματα της ανάγνωσης, Η τέχνη της ανάγνωσης (2005), Το Δέντρο, τ. 139-140, σ. 11-12
[ii] Δ. Δημηρούλης, Η τέχνη της ανάγνωσης, Η τέχνη της ανάγνωσης (2005), Το Δέντρο, τ. 139-140, σ. 48
[iii] Μ. Προυστ, Ημέρες ανάγνωσης, Η τέχνη της ανάγνωσης (2005), Το Δέντρο, τ. 139-140, σ. 88