Του Νίκου Τσούλια
Μαθαίνουμε και έχουμε συνηθίσει να αντλούμε το βασικό περιεχόμενο των λέξεων της γλώσσας μας μέσα από τα ποικίλα λεξικά[i] και από τους θεσμούς της εκπαίδευσης. Όμως πολύ εύκολα συνειδητοποιούμε ότι η οριοθέτηση των σημασιολογικών φορτίων των λέξεων δεν είναι τόσο απλή όσο παρουσιάζεται από τις προαναφερθείσες επίσημες πηγές.
Και δεν είναι μόνο η πλαστικότητα των λέξεων και το πεδίο των συμφραζομένων και των υπαινιγμών που δημιουργούν μια ποικιλομορφία στην εννοιολόγηση των λέξεων και που τελικά της προσδίδουν τη ζωντάνια της και τη δυνατότητά της για αέναη και δημιουργική εξέλιξη. Υπάρχουν και άλλες παράμετροι – ηθικές, πολιτισμικές και κοινωνικές – που γίνονται αξεπέραστες δυσκολίες για την πλήρη αποσαφήνιση των εννοιών των λέξεων.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εξεταζόμενη περίπτωση της σχέσης του υπόκοσμου με τον «κανονικό κόσμο». Στη συνήθη πρακτική θεωρούμε ως ανθρώπους του υποκόσμου, τους «ανθρώπους της νύχτας», τους ανθρώπους των «καταγωγίων» και εκείνους που είναι βουτηγμένοι μέσα στην παρανομία και στην ανηθικότητα. Αλλά ποιος μπορεί να ορίσει το πού σταματάνε αυτά τα όρια, όταν η παρανομία και η ανηθικότητα επεκτείνεται και αφορά και «ανθρώπους της ημέρας» και τους πέραν από κάθε υποψία; Και από την άλλη πλευρά, αρκεί μια μικρή θητεία στις πρακτικές του υπόκοσμου για να χαρακτηριστεί ο ενεργών με αυτές τις πρακτικές ως μέρος του υπόκοσμου; Δηλαδή, κατά πόσο θα πρέπει να είναι κάποιος «βουτηγμένος» σε μια αντίληψη ζωής παρανομίας και ανηθικότητας, για να χαρακτηριστεί ως μέρος του υπόκοσμου; Ή, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα οριοθετούμε τις πράξεις και όχι τα πρόσωπα; Είναι όμως αυτή η θεώρηση αρκετή για να δίνει απαντήσεις σ’ όλες τις κοινωνικές μας λειτουργίες;
Η σχετικοποίηση των σημασιών των λέξεων και κυρίως η ελαστικοποίηση των ηθικών και αξιολογικών κριτηρίων αφήνουν πολλά περιθώρια ερμηνευτικής ποικιλότητας και ασάφειας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στο μείζον θέμα των ημερών μας – για το κατά πόσο είναι «κλέφτες» οι πολιτικοί μας – υπάρχει μια φοβερή αυθαιρεσία. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι «όλοι κλέφτες» ή «περίπου όλοι» και ηθικολογούν ασύστολα και ανέξοδα και το χρησιμοποιούν ως άλλοθι για την καταφυγή τους στη βαρβαρότητα των εσμών του φασισμού. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι αυτοί που αποδεικνύει με στοιχεία η δικαιοσύνη, αλλά υπάρχουν και οι παραγραφές για τυπικούς λόγους και τελικά βρίσκονται σε αδυναμία να προσδιορίσουν τα όρια. Άλλοι θεωρούν ότι η δικαιοσύνη τους καλύπτει σε μεγάλο βαθμό και επομένως δεν μπορούν να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι κλέφτες. Τελικά, απ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα κριτηρίων και αντιλήψεων προκαλείται πλήρης σύγχυση και συχνά δημιουργούνται τριβές στις συζητήσεις. Είναι προφανές ότι δεν ευθύνεται η γλώσσα για το εννοιολογικό μας αλαλούμ και είναι ακόμα πιο προφανές ότι η αδυναμία μας, να προσδιορίζουμε με τις λέξεις και τις έννοιές τους την προβολή της γλώσσας μας στην πραγματικότητα και έτσι να γίνεται η γλώσσα ουσιαστικό εργαλείο συνεννόησής μας, είναι αδυναμία κοινωνική και ηθική.
Υπάρχει και άλλη πλευρά ασάφειας στο θέμα μας. Οι έχοντες αυξημένο το πολιτικό και ιδεολογικό κριτήριο στη γλώσσα τους και προφανώς και στη ζωή τους οριοθετούν εν πολλοίς τη σημασία των λέξεων και των εννοιών με βάση το ταξικό τους περιεχόμενο, που είναι μεν υπαρκτό αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ή και αναθεωρεί τη γενικότερη θεώρηση της γλώσσας. Έτσι παράνομοι και κλέφτες – κατ’ αυτούς – είναι οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου και οι έχοντες εξουσία επί των ανθρώπων, αφού αφενός μεν είναι αυτοί που διαμορφώνουν εν πολλοίς το περιεχόμενο των νόμων και αφετέρου δε είναι και πάλι αυτοί που δεν πιάνονται εύκολα στον ιστό των νόμων με τις ποικίλες δικαστικές και πολιτικές επιρροές τους. Η παρατήρηση αυτή είναι ως έναν βαθμός σωστή. Αλλά μπορεί να υποκαταστήσει όλη την τάξη των γλωσσικών πραγμάτων; Όταν ένας φτωχός παρανομεί ή παρασιτεί επαγγελματικά έχει άλλοθι τη φτώχεια του; Και ναι μεν στα αναγνώσματα των μυθιστορημάτων μια τέτοια περίπτωση θεωρείται ήρωας και συγκεντρώνει την αγάπη μας, αλλά τι γίνεται όταν ένας φτωχός κλέβει από την περιουσία ενός άλλου που και αυτός έχει πολλαπλές υλικές ανάγκες αλλά δεν είναι τόσο φτωχός;
Ο υπόκοσμος δεν έχει σαφή όρια με τον κανονικό κόσμο. Διεισδύει και επεκτείνεται με καρκινικό τρόπο μέσα σ’ όλη σχεδόν την έκταση του «φωτεινού κόσμου». Και αυτό οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός ότι οι κοινωνίες έχουν ελαστικά κριτήρια προσδιορισμού της νομιμότητας και πολύ περισσότερο της ηθικής, αλλά πρωτίστως στο δεδομένο ότι η νομιμότητα και η ηθική δεν έχουν πέραση στις κοινωνίες.
Συμπερασματικά, η γλωσσική σύγχυση δεν είναι σύγχυση της γλώσσας μας αλλά είναι απόρροια της στρέβλωσης των βασικών αξιών της ζωής μας. Είναι αποτέλεσμα αδυναμίας διαμόρφωσης μιας ορθολογικής κοινωνίας και συγκρότησης ενός τρόπου ζωής που θα προάγει την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου και την πραγματική πρόοδό του. Είναι σύμπτωμα πολιτιστικής παρακμής!
[i] Αξίζει να σημειωθεί ότι στη χώρα μας δεν έχουμε ένα ολοκληρωμένο επίσημο – δημιουργημένο από κάποιον θεσμικό φορέα – λεξικό. Το σχετικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών είναι «υπό κατασκευή».