Στην αρχή της κρίσης οι περισσότεροι Έλληνες δυσκολεύονταν να κατανοήσουν αυτό που όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι τόνιζαν με έμφαση, ότι δηλαδή δεν ήταν τα μνημόνια που έφεραν την κρίση, αλλά η οικονομική κρίση έφερε τα μνημόνια. Το 2010 η χώρα, καταχρεωμένη με 320 δισεκατομμύρια και αποκλεισμένη από τις αγορές δανεισμού λόγω των υψηλών επιτοκίων των ομολόγων της, βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να μη μπορεί να εξυπηρετήσει τα παλαιότερα δάνειά της. Αναγκαστικά η πολιτική ηγεσία της εποχής ζήτησε τη συνδρομή των Ευρωπαίων εταίρων που δέχθηκαν να μας χορηγήσουν τον αναγκαίο φθηνό δανεισμό με αντάλλαγμα τη λήψη μέτρων που στόχευαν στο νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας και στην επανεκκίνηση της οικονομίας της, παρότι η πραγματικότητα έδειξε ότι ορισμένες παρεμβάσεις υπήρξαν από προβληματικές μέχρι και εντελώς άστοχες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι έθεσαν σε προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα και αυτά ζήτησαν να προστατεύσουν μέσα στη δανειακή σύμβαση. Το δικό τους πολιτικό συμφέρον όμως έθεσαν ως προτεραιότητα και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις των μνημονιακών χρόνων που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τα μέτρα προσαρμογής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων τα μνημόνια να ταυτιστούν μόνο με τα «αρνητικά» τους, δηλαδή τις περικοπές μισθών και συντάξεων, την απώλεια θέσεων εργασίας και τη βαριά φορολογία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, εφάρμοσαν μόνο τα «λογιστικά» μέτρα που σχετικά γρήγορα οδήγησαν στον περιορισμό των ελλειμμάτων και στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά δεν εφάρμοσαν τα διαρθρωτικά μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν πνοή στην οικονομία. Κάπως έτσι η Ελλάδα έγινε η μοναδική μνημονιακή χώρα που βίωσε μόνο τα «αρνητικά» των μνημονίων. Κάπως έτσι, ακόμα και σήμερα που «πανηγυρίζουμε» την «έξοδο» από τη μνημονιακή εποχή, υπάρχουν πολίτες που πιστεύουν ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι το αντίθετο.

Στην πραγματικότητα, στις 21 Αυγούστου, η Ελλάδα δεν βγήκε από κανένα μνημόνιο. Οι δανειστές είναι αυτοί που «βγήκαν» από τα μνημόνια και ξεμπέρδεψαν με την ανάγκη να απολογούνται, κάθε λίγο και λιγάκι, στο εκλογικό τους ακροατήριο για ποιους λόγους πρέπει να βοηθηθούν οι Έλληνες. Για την Ελλάδα απλώς ολοκληρώθηκε φυσιολογικά η συμβατική περίοδος του λεγόμενου τρίτου μνημονίου που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2015. Μέσα σε αυτή την περίοδο η χώρα αποδέχθηκε και θεσμοθέτησε όλα τα μέτρα που συμφωνήθηκαν με τους εταίρους και οι εταίροι προσέφεραν τον φθηνό δανεισμό, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι υποχρεώσεις της χώρας.

Μέσα στην ίδια περίοδο όμως η χώρα θεσμοθέτησε και μέτρα που ξεπερνούν τη χρονική διάρκεια του τρίτου μνημονίου, όπως είναι οι μειώσεις των συντάξεων σε λίγους μήνες, τα υπέρογκα πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2023, η λιτότητα μέχρι το 2060 και η δέσμευση της δημόσιας περιουσίας μέχρι το 2115. Με άλλα λόγια η χώρα ανέλαβε «μνημονιακές» υποχρεώσεις που ξεπερνούν τη χρονική διάρκεια της μνημονιακής σύμβασης. Το ίδιο όμως δεν συνέβη και με τους δανειστές, οι οποίοι μετά τις 21 Αυγούστου δεν είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν φθηνό δανεισμό, για να πληρώνονται με σχετικά οικονομικό τρόπο τα ελληνικά τοκοχρεολύσια.

Για να γίνει αυτό σαφέστερο με αριθμούς, μέχρι τις 21 Αυγούστου η Ελλάδα δανειζόταν από τους εταίρους με επιτόκιο μικρότερο του 1%, ενώ μετά τις 21 Αυγούστου, αν δοκιμάσει να δανειστεί από τις αγορές, το επιτόκιο θα ήταν σήμερα κοντά στο 4,5%. Κατά συνέπεια, για ένα δημόσιο χρέος 345 δισεκατομμυρίων (τόσο είναι το ελληνικό χρέος σήμερα), με μνημόνιο η χώρα θα πλήρωνε ετήσιους τόκους λιγότερα από 3,45 δισεκατομμύρια, ενώ χωρίς μνημόνιο, για την «έξοδο» από το οποίο η σημερινή ηγεσία πανηγυρίζει, και χωρίς την πιστοληπτική στήριξη των εταίρων, την οποία πάλι η σημερινή ηγεσία αρνήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, μόλις δηλαδή τα δάνεια του επιτοκίου 1% αντικατασταθούν με δάνεια του 4,5%, η χώρα θα πλήρωνε κάθε χρόνο και μόνο για τόκους περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ! Όσο δηλαδή είναι το άθροισμα 5 ή 6 ΕΝΦΙΑ, τον οποίο η σημερινή ηγεσία υποσχόταν ότι θα καταργούσε…

Και όλα αυτά μόνο με την προϋπόθεση ότι το επιτόκιο του ελληνικού ομόλογου θα κρατηθεί κοντά στο 4,5%. Διότι υπό την άγρυπνη επιτήρηση των αγορών, όσο οι Έλληνες πολιτικοί διακηρύσσουν, με ή χωρίς διαγγέλματα σε Ιθάκες, ότι η λιτότητα τελείωσε, ότι τα θεσπισμένα μέτρα δεν θα εφαρμοστούν, ότι το χρήμα θ’ αρχίσει να ρέει άφθονο προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι η ζωή μας ξαφνικά θα γίνει καλύτερη με έναν μαγικό τρόπο που δεν έχει σχέση με την ανάπτυξη της οικονομίας, τόσο η χώρα θα χάνει τη διεθνή αξιοπιστία της, τόσο τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, τόσο ο ετήσιος λογαριασμός θα μεγαλώνει και μέσα σε λίγα χρόνια η χώρα θα ξαναβρεθεί στην ίδια, αν όχι και σε χειρότερη ακόμα, θέση με το 2010.

Διότι το 2010 η ελληνική κοινωνία είχε πλούσια αποθέματα από την περίοδο της πλαστής ευημερίας, το δημόσιο χρέος ήταν μικρότερο, η οικονομία είχε μεγαλύτερες αντοχές και πολύ μεγαλύτερο Α.Ε.Π., η ανεργία και η φτώχεια ήταν πολύ χαμηλότερες, το εργατικό δυναμικό ήταν ισχυρότερο με χιλιάδες Έλληνες επιστήμονες που σήμερα έχουν ξενιτευτεί και – το σημαντικότερο ίσως – την εποχή εκείνη υπήρχαν Ευρωπαίοι εταίροι που ήταν διαθέσιμοι (κυρίως για τα δικά τους συμφέροντα και δευτερευόντως για την Ευρώπη και την Ελλάδα) να προσφέρουν στήριξη στη χρεοκοπημένη χώρα.

Σήμερα όλες αυτές οι συνθήκες είναι αντίθετες και οι εταίροι, κουρασμένοι από την οκταετή ενασχόλησή τους με τις ελληνικές ιδιοτροπίες και προπαντός έχοντας διασφαλίσει τα οικονομικά τους συμφέροντα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα παράσχουν, για πολλοστή φορά, την οικονομική τους συνδρομή στη μικρή και απείθαρχη επαρχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα νοτιοανατολικά.

Υπάρχει βέβαια και το «μαξιλαράκι» των 25 δισεκατομμυρίων που οι Ευρωπαίοι προσέφεραν συμβατικά στην Ελλάδα ως τελευταία βοήθεια για τις δύσκολες ώρες. Πρόκειται για χρήματα που θα αξιοποιηθούν στην κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας εντός των επόμενων ενός ή δύο ετών, στην περίπτωση που η χώρα – κάτι που είναι και το πιθανότερο – δεν διαθέτει τα απαραίτητα ταμειακά αποθέματα. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το «μαξιλαράκι» αποτελεί «δώρον άδωρον». Μόλις η πολιτική ηγεσία πάει να το πειράξει, οι αγορές θα καταλάβουν ότι η χώρα δεν έχει χρήματα, η πιστοληπτική αναξιοπιστία της θα μεγαλώσει και τα επιτόκια των ομολόγων θ’ αρχίσουν να παίρνουν την ανιούσα. Μια πρώτη γεύση απ’ αυτή την πραγματικότητα θα έχουμε τον ερχόμενο Δεκέμβριο που λήγουν ελληνικά ομολόγα. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη αυτού του ταμειακού αποθέματος δεν φαίνεται να εξυπηρετεί καμία άλλη ανάγκη πέρα από το να κρατά το σημερινό επιτόκιο σε σχετικά «χαμηλό» επίπεδο (λίγο πάνω από το 4%) και να τροφοδοτεί τα έωλα αφηγήματα περί δήθεν «καθαρής εξόδου» για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα που έχει ορίζοντα την… ημερομηνία των εκλογών.

Όλα αυτά δείχνουν ότι η πραγματική οικονομική κρίση και ο πραγματικός κίνδυνος της χρεοκοπίας δεν είναι πίσω μας αλλά μπροστά μας! Τη στιγμή που η πολιτική ηγεσία έχει δεσμεύσει τη χώρα με υποχρεώσεις και επιτροπεία μέχρι το 2023 και με ισχυρή λιτότητα μέχρι το 2060 αποποιούμενη, από την άλλη, οποιαδήποτε πηγή φθηνού δανεισμού (δανειακή σύμβαση, πιστοληπτική γραμμή στήριξης)∙ τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εξαντλημένη από την παρατεταμένη, πλην αναποτελεσματική, αφού δεν έγιναν ποτέ οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές οικονομικής εξυγίανσης, σκληρή προσαρμογή∙ τη στιγμή που πολλές ψηφισμένες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί και πολλές άλλες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν καν ψηφιστεί, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να είναι καθηλωμένη σε πολύ χαμηλά μεγέθη∙ τη στιγμή που η ίδια η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα αναδεικνύει όλα αυτά τα δεδομένα, περιττεύουν οι κάθε είδους πανηγυρισμοί, οι πομπώδεις επικοινωνιακές εμφανίσεις και κυρίως τα διχαστικά διαγγέλματα που δείχνουν μόνο παντελή έλλειψη αυτογνωσίας και αυτοκριτικής ή, εναλλακτικά κάτι χειρότερο, διάθεση για μια νέα απόπειρα εξαπάτησης της κοινής γνώμης στον δρόμο προς τις εθνικές εκλογές.

Θέσφατο της δημοκρατικής διακυβέρνησης είναι η ομαλή διαδοχή των κυβερνήσεων σε τακτά διαστήματα με μοναδικό κριτήριο τη βούληση του εκλογικού σώματος. Στη Δημοκρατία καμία πολιτική ηγεσία δεν παραμένει στη θέση της, αν οι πολίτες κρίνουν ότι ο τρόπος της διακυβέρνησης είναι αναποτελεσματικός ή, πολύ περισσότερο, όταν οι πολίτες κρίνουν ότι ζημιώνονται δημόσια και εθνικά συμφέροντα. Τα κόμματα υπάρχουν, για να υπηρετούν το δημόσιο και εθνικό όφελος του τόπου και όχι για να εξυπηρετούν τα μικροπολιτικά συμφέροντα της κομματικής ιεραρχίας. Η άσκηση της πολιτικής διαμορφώνεται με βάση τις οικονομικές συνθήκες, τις ανάγκες τις χώρας και κυρίως την προστασία των επόμενων γενεών.

Όχι με βάση τον ορίζοντα των επόμενων εκλογών και τη σκοπιμότητα να προστατευθεί το κόμμα ή/και να ναρκοθετηθεί η επόμενη κυβερνητική περίοδος του αντιπάλου. Στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας τα μέσα πληροφόρησης είναι τόσο πλούσια που κάθε απόπειρα χειραγώγησης της ενημέρωσης έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα τη γελοιοποίηση όσων την επιχειρούν.

Λέγεται ότι η χώρα εξήλθε της μνημονιακής εποχής και ότι πρέπει να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Αυτό όμως έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις: α) συνείδηση της πραγματικότητας (ώστε η πολιτική να ασκείται με ρεαλιστικό τρόπο)∙ β) πολιτική εντιμότητα (ώστε οι πολιτικοί και η πολιτική να αντιπροσωπεύουν την αλήθεια και το ωφέλιμο)∙ γ) κοινή λογική (ώστε οι επιλογές να γίνονται με σκοπούς το δημόσιο/εθνικό συμφέρον και την αποτελεσματικότητα)∙ δ) ισχυρή μνήμη (ώστε τα σφάλματα του πρόσφατου και λιγότερο πρόσφατου παρελθόντος να μην επαναληφθούν μέσα σε μελλοντικές συνθήκες πολύ χειρότερες). Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν πάμε πουθενά και το μέλλον της χώρας προδιαγράφεται εξαιρετικά δυσοίωνο. Όταν η κοινωνία διαπιστώνει ότι η πολιτική της ηγεσία εναντιώνεται σε όλες τις προϋποθέσεις, βυθίζεται στην απαισιοδοξία και την απογοήτευση. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τις διεθνείς αγορές χρήματος που υποτίθεται ότι μελλοντικά θα μας στηρίξουν με τον δανεισμό τους.

Στη σημερινή συγκυρία, αντί για μεγάλα λόγια, οι πολίτες θα προτιμούσαν να γνωρίζουν ότι η χώρα εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της και ότι βάσιμα διαθέτει αναπτυξιακή προοπτική. Στις 21 Αυγούστου για την Ελλάδα ολοκληρώθηκε η είσπραξη των φθηνών δανείων της. Η δανειακή σύμβαση όμως συνεχίζει να υπάρχει και ολοκληρώνεται μόνο όταν αποπληρωθεί και η τελευταία δόση του ελληνικού χρέους. Αυτό θα γίνει σε πάρα πολλές δεκαετίες από σήμερα… Αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που υπαγορεύει η κοινή λογική. Αν δεν την αντιλαμβανόμαστε, τότε δεν βρισκόμαστε στη θέση του ομηρικού Οδυσσέα που μέσα από τις κακουχίες και τις πολυμήχανες επινοήσεις του έφτασε τελικά στην Ιθάκη. Βρισκόμαστε μάλλον στη θέση του παρασιτικού αντι-ήρωα Θερσίτη που «αναδείχθηκε» περισσότερο για τις αρνητικές του «ικανότητες», την ακατάσχετη φλυαρία, την αυθάδη συμπεριφορά, την κακή ψυχή, τη δειλία, την προκλητική φιλονικία, τη δημαγωγία και την ψευτο-επαναστατικότητα.

www.goodnet.gr


 

Κράτα τοΚράτα το

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.