Η προτεινόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου ουσιαστικά αποτελεί μια ακόμα αναμόρφωση του εισαγωγικού εξεταστικού συστήματος για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, από τις πολλές που έχουν δοκιμαστεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες στη χώρα. Σχεδόν κάθε υπουργός της μεταπολιτευτικής περιόδου έκρινε ότι όφειλε να αφήσει το προσωπικό του στίγμα στην Εκπαίδευση πραγματοποιώντας άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες παρεμβάσεις στο εξεταστικό σύστημα που παραδοσιακά αποτελεί ζήτημα σημαίνουσας αξίας για την κοινωνία, άρα και ζήτημα που φέρνει πολιτική προβολή και, ανάλογα με το είδος των παρεμβάσεων, πολιτικό κέρδος ή κόστος για το εκάστοτε κυβερνών κόμμα.
Την ίδια στιγμή που το ενδιαφέρον του πολιτικού προσωπικού και της κοινωνίας στρέφεται στο εισαγωγικό σύστημα για το πανεπιστήμιο, κάτω από το χαλάκι των πολιτικών σχεδιασμών κρύβεται μεθοδικά η λειτουργία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που, ενώ χρήζει επιτακτικότερης βελτίωσης, τίθεται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες, εφόσον ούτε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μονοπωλεί όπως οι εξετάσεις ούτε πολιτικά κέρδη μπορεί να φέρει στον υπουργό που θα καταπιαστεί με τα προβλήματά της. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται να φέρει και πολιτικό κόστος, ειδικά στην περίπτωση που η ηγεσία του υπουργείου αποφασίσει να συγκρουστεί με παγιωμένες νοοτροπίες και συντεχνιακά συμφέροντα.
Όπως συμβαίνει σε κάθε νομοθετική προσπάθεια, έτσι και στο τελευταίο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας υπάρχουν ρυθμίσεις που λειτουργούν προς όφελος της Εκπαίδευσης. Η κατάργηση των συντελεστών βαρύτητας στα εξεταζόμενα μαθήματα, η θέσπιση της «ώρας των αποριών», ο συνυπολογισμός του ενδοσχολικού βαθμού για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, η εξεταστική προετοιμασία των υποψηφίων σε περιφερειακό επίπεδο λίγο πριν την καθοριστική δοκιμασία των Πανελληνίων και η επαναφορά της εξέτασης της Λογοτεχνίας, έστω και σε συνδυασμό με την εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας, αποτελούν προτάσεις που κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση.
Κύριο γνώρισμα του προτεινόμενου εισαγωγικού συστήματος είναι όχι μόνο η εμπέδωση αλλά και η ενίσχυση του εξεταστικού θεσμού. Με το νέο εισαγωγικό που εισηγείται ο υπουργός Παιδείας οι υποψήφιοι θα εξετάζονται, εντός ενός μηνός, δύο φορές στα τέσσερα μαθήματα του προσανατολισμού, πρώτα περιφερειακά και μετά πανελλαδικά. Κάπως έτσι ο υπουργός που τα δύο τελευταία χρόνια διακήρυξε πολλές φορές την κατάργηση των Πανελληνίων Εξετάσεων και την ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο συμβιβάστηκε με την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία εισαγωγή στο πανεπιστήμιο χωρίς κάποιο είδος αξιόπιστων εξετάσεων ούτε νοείται ούτε είναι εφικτό. Σήμερα ο ίδιος άνθρωπος έρχεται και προτείνει προς θέσπιση ένα σύστημα «διπλών εξετάσεων» που αναπόφευκτα θα είναι ακόμα πιο κουραστικό και ψυχοφθόρο για τους υποψηφίους συγκριτικά με το προηγούμενο σύστημα που ευαγγελιζόταν ότι θα καταργούσε.
Ζήτημα ήσσονος σημασίας αλλά όχι εντελώς ασήμαντο είναι το θέμα της διαβλητότητας των περιφερειακών εξετάσεων. Από τη στιγμή που ο ενδοσχολικός βαθμός κάθε μαθήματος δεν αναπροσαρμόζεται στον γραπτό πανελλαδικό, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αυτομάτως δημιουργούνται κίνητρα σε σχολεία και εκπαιδευτικούς να «βοηθήσουν» τους υποψηφίους της δικής τους περιφέρειας. Εξάλλου, το ίδιο το προτεινόμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας διαμορφώνει τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να τρωθεί η αντικειμενικότητα των περιφερειακών εξετάσεων. Κοινή θεματολογία μεταξύ των περιφερειών δεν θα υπάρχει, κοινό επίπεδο δυσκολίας θεμάτων δεν θα υπάρχει, μηχανισμός ελέγχου της εγκυρότητας των θεμάτων και του τρόπου βαθμολόγησης δεν θα υπάρχει, πρόβλεψη για την αποτροπή διαρροής θεμάτων δεν θα υπάρχει.
Αν η πρόταση του κυρίου Γαβρόγλου θεσπιστεί ως νέο εισαγωγικό σύστημα, δεν αποκλείεται να βλέπουμε μελλοντικά περιφέρειες της χώρας να συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα βάλει τα ευκολότερα θέματα, ώστε να ευνοηθούν οι τοπικοί υποψήφιοι έναντι των υποψηφίων άλλων περιφερειών… Το επιχείρημα του υπουργού, ότι «οι περιφερειακές εξετάσεις αποτελούν ένα πρώτο στάδιο για την εμπέδωση πνεύματος συνεργασίας των σχολικών μονάδων», είναι ποιητικά διατυπωμένο, όμως δεν εμπεριέχει καμία ουσία ως προς την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση των παραπάνω πιθανών δυσλειτουργιών.
Μέχρι αυτό το σημείο το εξεταστικό σύστημα Γαβρόγλου δεν φαίνεται να διαφοροποιείται σημαντικά από τα συστήματα που εφαρμόστηκαν στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Αν δεν υπήρχε η εκπεφρασμένη διάθεση του υπουργείου Παιδείας να καταργήσει τη διδασκαλία και την εξέταση των Λατινικών, το νέο εισαγωγικό δεν θα είχε τίποτε ριζοσπαστικό να αναδείξει. Όλα αυτά όμως μέχρι να φτάσουμε στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού των υποψηφίων και στον νέο τρόπο που οι υποψήφιοι θα δηλώνουν τις επαγγελματικές και επιστημονικές τους προτιμήσεις.
Με το νέο προτεινόμενο σύστημα οι υποψήφιοι που φέτος φοιτούν στη Β Λυκείου θα συμπληρώσουν μηχανογραφικό το ερχόμενο καλοκαίρι και πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα της Γ τάξης. Οι επιλογές αυτές δεν θα είναι μόνο αυστηρά περιορισμένες, ώστε να μην ξεπερνούν σε καμία περίπτωση τις δέκα, αλλά θα είναι και απόλυτα δεσμευτικές, εφόσον ο υποψήφιος δεν θα έχει τη δυνατότητα να τις αναθεωρήσει ή να τις συμπληρώσει, αν αλλάξει γνώμη στο μέλλον ή αν κρίνει ότι η προετοιμασία του δεν μπορεί να τις υποστηρίξει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί μια τομή όχι μόνο καθοριστικής σημασίας για τους υποψηφίους που θα κληθούν πολύ πρώιμα να έχουν υποχρεωτικά (!) κατασταλάξει στον επαγγελματικό τους προσανατολισμό, αλλά και αρνητικά πρωτοφανής για τον απόλυτα περιοριστικό παρεμβατισμό που το υπουργείο Παιδείας ασκεί στις προσωπικές επιλογές των υποψηφίων, άρα και στην ελευθερία με την οποία οι υποψήφιοι καταγράφουν τις προτιμήσεις τους. Είναι προφανές ότι την ίδια σκοπιμότητα έχει και η κατάργηση της εξέτασης του πέμπτου μαθήματος που μέχρι και φέτος προσφέρει τη δυνατότητα στους υποψηφίους να ανοίξουν ένα δεύτερο επιστημονικό πεδίο και να μεγαλώσουν το εύρος των επιστημονικών τους ενδιαφερόντων.
Για το υπουργείο Παιδείας του κυρίου Γαβρόγλου οι υποψήφιοι όχι μόνο υποχρεώνονται να έχουν ωριμάσει το αργότερο μέχρι τη Β Λυκείου, αλλά εξαναγκάζονται να κάνουν και τις ορθές προβλέψεις για το μέλλον, ώστε να μη χρειαστεί να μετανιώσουν για τις επιλογές τους. Για το υπουργείο Παιδείας του κυρίου Γαβρόγλου η συμπλήρωση του μηχανογραφικού, που μέχρι σήμερα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες διαδικασίες του εισαγωγικού μας συστήματος, μετατρέπεται σε τυχερό παιχνίδι, σε «ρουλέτα», στην οποία ο «χαμένος» δεν θα έχει δεύτερη ευκαιρία.
Ασφαλώς, η συμπλήρωση του μηχανογραφικού πριν τις Πανελλήνιες δεν είναι πρωτοφανής. Κάνοντας μια αναδρομή στο παλαιό σύστημα των Δεσμών μπορούμε να θυμηθούμε ότι οι υποψήφιοι των δεκαετιών του 1980 και του 1990 δήλωναν τις προτιμήσεις τους πριν τις εξετάσεις. Με τις σημαντικές διαφορές όμως ότι οι δηλώσεις γίνονταν τον Μάρτιο, όταν δηλαδή οι υποψήφιοι είχαν μια ξεκάθαρη εικόνα της ποιότητας της προετοιμασίας τους και μπορούσαν να κάνουν ρεαλιστικές προβλέψεις. Ακόμα οι προτιμήσεις αυτές ήταν σχεδόν απεριόριστες και όχι αυστηρά περιορισμένες όπως στο προτεινόμενο σύστημα Γαβρόγλου. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι, αν ο υποψήφιος δεν επετύγχανε σε τμήμα των πρώτων προτιμήσεων, είχε την ευκαιρία να επιτύχει σε επιλογή χαμηλότερης προτίμησης. Στο σύστημα Γαβρόγλου αυτή η ευκαιρία/δυνατότητα δεν θα υπάρχει. Αυτό όντως είναι πρωτοφανές αλλά και άδικο συνάμα.
Ποια θα είναι τα λογικά αποτελέσματα αυτής της μεθόδευσης; Χιλιάδες υποψήφιοι θα παρουσιάζονται υπερβολικά αισιόδοξοι ή φιλόδοξοι στις επιλογές τους πριν τη Γ Λυκείου, αλλά στα τελικά αποτελέσματα των Πανελληνίων θα μένουν εκτός πανεπιστημιακών σχολών μην έχοντας τη δυνατότητα να ανακατευθύνουν τις επιλογές τους προς τα χαμηλόβαθμα τμήματα. Την ίδια στιγμή θα παραμένουν προκαταβολικά κενές εκ των προτέρων χιλιάδες θέσεις εισακτέων στα χαμηλόβαθμα τμήματα, τα οποία οι περισσότεροι υποψήφιοι δεν θα τα συγκαταλέγουν εντός των περιοριστικών δέκα επιλογών τους. Αυτά τα τμήματα, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, αναγκαστικά είτε θα κλείσουν είτε θα συγχωνευτούν. Αυτό δεν είναι αναγκαία κακό για τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού θα περιοριστούν δραστικά τα κονδύλια προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Σίγουρα όμως δεν θα είναι καλό για τις τοπικές κοινωνίες που θα χάσουν τα έσοδα που προσφέρουν οι τοπικές σχολές. Δεν θα είναι καλό ούτε για τους υποψηφίους που θα παρακολουθούν τις θέσεις των εισακτέων να περιορίζονται, κάθε χρόνο, ολοένα και περισσότερο, άρα και τον ανταγωνισμό για μια θέση στο πανεπιστήμιο να αυξάνεται. Μετά από λίγα χρόνια που μοιραία δεν θα υπάρχουν ελεύθερα προσβάσιμες σχολές, ο ρόλος των εξετάσεων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο θα γίνει ακόμα σημαντικότερος. Η «ελεύθερη πρόσβαση», που υποτίθεται ότι εισηγείται ο κύριος Γαβρόγλου, θα υπάρχει ως θεσμός αλλά όχι ως πραγματικότητα. Και όλα αυτά δεν θα καθιερωθούν με κάποια απόφαση του υπουργείου Παιδείας αλλά με το τέχνασμα του περιορισμού των μηχανογραφικών επιλογών των υποψηφίων. Η πολιτική ηγεσία θα κάνει τη «δουλειά» της μειώνοντας τις δαπάνες για την Εκπαίδευση και την ευθύνη θα την επιρρίπτει στους υποψηφίους…
Τέλος, στον βωμό της σκοπιμότητας του υπουργείου αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις, για να προκύψουν και άλλες στρεβλώσεις. Ο νέος τρόπος επιλογής των τμημάτων μοιραία θα δημιουργήσει μια κατηγορία υποψηφίων που θα κυνηγούν την ελεύθερη πρόσβαση. Αυτή η επιδίωξη προφανώς θα φορτώσει με προτιμήσεις τμήματα που σήμερα χαρακτηρίζονται χαμηλόβαθμα και θα στερήσει από προτιμήσεις τμήματα που βρίσκονται υψηλότερα στη βαθμολογική κλίμακα. Έτσι τα πρώτα τμήματα, που με το σημερινό σύστημα ουσιαστικά έχουν ελεύθερη πρόσβαση, θα μετατραπούν σε τμήματα εξετάσεων, ενώ ταυτόχρονα θα στερηθούν προτιμήσεων παραδοσιακά τμήματα υψηλού εκπαιδευτικού, ακαδημαϊκού, επιστημονικού και μορφωτικού περιεχομένου, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μείωση της κρατικής επιχορήγησης και σε υποβάθμιση των σπουδών που προσφέρουν.
Και βέβαια όσοι (λίγοι) υποψήφιοι αποδειχθούν τυχεροί στη «ρουλέτα» του μηχανογραφικού και κερδίσουν το «έπαθλο» της ελεύθερης πρόσβασης θα φοιτούν στη Γ Λυκείου χωρίς κανένα κίνητρο για σοβαρή παρακολούθηση και μελέτη. Οι τάξεις της Γ Λυκείου θα μετατραπούν σε τάξεις δύο ταχυτήτων, όπου οι εκπαιδευτικοί θα κληθούν να «βγάλουν λαγούς από το μανίκι», προκειμένου να πείσουν τους «σίγουρους φοιτητές» να παρακολουθήσουν με σοβαρότητα το μάθημα. Στις πρόσφατες ανακοινώσεις του ο υπουργός Παιδείας παραδέχθηκε ότι με το νομοσχέδιό του η Γ Λυκείου μετατρέπεται σε κανονικό προπαρασκευαστικό έτος για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Παρέλειψε να πει ότι για ορισμένους υποψηφίους μετατρέπεται και σε… τουριστικό προορισμό!
Αρθρογραφία: Κόντρα στο ρεύμα