Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Από όλες τις γλωσσικές πράξεις επικοινωνίας, το γράψιμο, η παραγωγή του γραπτού λόγου -σε αντίθεση µε την παραγωγή του προφορικού λόγου- είναι η πιο πολύπλοκη και πιο δύσκολη. Πάρα πολλοί άνθρωποι διαβάζουν πολύ και καλά, αλλά και µόνο µε την ιδέα ότι πρέπει να γράψουν κάτι περισσότερο από μερικές λέξεις, νιώθουν πανικό και αγωνία! Το φαινόμενο αυτό μάλιστα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και σίγουρα οι ρίζες του προβλήματος ξεκινάνε να αναπτύσσονται ήδη από το δημοτικό σχολείο.
Συνήθως οι μαθητές που αντιμετωπίζουν προβλήματα στο γραπτό λόγο γράφουν σχεδόν πάντα με ένα συγκεκριμένο τρόπο χωρίς να γίνονται κατανοητά τα αίτια και οι συνθήκες συγγραφής. Ακόμα και όταν υπάρχει αρχική καταγραφή ή ένα σχεδιάγραμμα, αυτό δεν συνοδεύεται από καμία διόρθωση. Παράλληλα υπάρχει περιορισμένος έλεγχος των στρατηγικών που χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια της συγγραφής, παρατηρείται άσχημος γραφικός χαρακτήρας, γραφή εκτός γραμμών και περιθωρίων, απλές και σύντομες προτάσεις με προβλήματα στη σύνταξη χωρίς να δένουν τα νοήματά τους, ενώ συχνά το γραπτό δομείται σε σύντομες απαντήσεις ερωτήσεων σε τυχαία σειρά. Συνήθως απουσιάζει ο πρόλογος και ο επίλογος, το κείμενο έχει μικρή έκταση, υπάρχουν πολλά ορθογραφικά λάθη και φυσικά παρατηρείται μεγάλη δυσκολία στο να αποφασίσουν για το τι θα γράψουν.
Το υπόβαθρο για έναν καλό γραπτό λόγο
Οι μαθητές, για να μάθουν να γράφουν με επάρκεια και ακρίβεια και για να χρησιμοποιούν το γραπτό ως ένα μέσο επικοινωνίας, χρειάζεται να αναπτύξουν ποικίλες δεξιότητες, γνώσεις και στρατηγικές. Με άλλα λόγια για να μπορέσουν να κατανοήσουν, να ερμηνεύσουν, αλλά και να γράψουν οι ίδιοι ένα επικοινωνιακό κείμενο απαιτείται να έχουν αναπτύξει σε επαρκή βαθμό δεξιότητες (δηλαδή αυτόματες τεχνικές επεξεργασίας πληροφοριών οι οποίες εφαρμόζονται με ελάχιστη γνωσιακή επιβάρυνση), γνώσεις (που αφορούν τα δομικά στοιχεία του κειμένου, σε σχέση με την εκάστοτε διαμορφωμένη επικοινωνιακή κατάσταση) και στρατηγικές (δηλαδή εμπρόθετες δραστηριότητες για την επίτευξη ενός ειδικού στόχου).
Ειδικότερα κατά τη γραπτή έκφραση, το άτομο αναλαμβάνει έναν διττό ρόλο, με πολλαπλές απαιτούμενες δεξιότητες και γνωστικές λειτουργίες: ευανάγνωστη γραφή, ορθογραφία, στίξη, ευπαρουσίαστο γενικά γραπτό, συγκέντρωση ιδεών, οργάνωση, σύνθεση κειμένου με νόημα. Οι παραπάνω απαιτήσεις προϋποθέτουν όμως και συγκεκριμένους τύπους γνώσης, όπως προαναφέραμε, και συγκεκριμένα την εννοιολογική γνώση για τον εκάστοτε τομέα, να κατέχει δηλαδή ο συγγραφέας το προς ανάπτυξη θέμα, τη γλωσσολογική γνώση (γραμματικούς κανόνες, λεξιλόγιο κ.τ.λ.), την πραγματολογική γνώση, που επιτρέπει τις απαραίτητες, ανάλογα με τη φύση, το σκοπό, την επικοινωνιακή λειτουργία του κειμένου και τον εκάστοτε αποδέκτη, γλωσσικές και εκφραστικές επιλογές και τέλος τη διαδικαστική γνώση, που αφορά στη συνδυασμένη χρήση των άλλων ειδών γνώσης σε όλη την πορεία της συγγραφής, για την οργάνωση και αναπροσαρμογή του περιεχομένου και την ολοκλήρωση της παραγωγής ενός κειμένου με πληρότητα και συνοχή. Όλα αυτά φυσικά όταν απουσιάζουν, αναπόφευκτα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή του γραπτού λόγου.
Συνέπειες λόγω της δυσκολίας
Οι δυσκολίες, όμως, που εμφανίζουν ορισμένοι μαθητές στο γραπτό τους λόγο έχουν σημαντικές βραχυπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες: χαμηλή σχολική επίδοση και αυτοεκτίμηση, μειωμένα κίνητρα, αυξημένα επίπεδα στρες και ποσοστά σχολικής διαρροής, μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας στον ακαδημαϊκό στίβο, υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Η παρέμβαση, επομένως, με στόχο την αποκατάσταση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, των δυσκολιών στον τομέα της γραφής, θεωρείται ζήτημα μείζονος σημασίας και πρόκληση για τους όλους εμπλεκόμενους φορείς.
Τεχνικές βελτίωσης
Περιθώρια βελτίωσης πάντα θα υπάρχουν αν δεχτούμε ότι ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο και για το λόγο αυτό σε ένα πρώτο στάδιο οι μαθητές οφείλουν να αρχίσουν γράφουν προτάσεις και κείμενα, τηρώντας τις συμβάσεις του γραπτού λόγου στην ορθογραφία, στη γραμματική και στα σημεία στίξης. Επιπλέον να δομούν κείμενα σε παραγράφους,να εκφράζονται γραπτώς σε ποικίλες επικοινωνιακέςπεριστάσεις, χρησιμοποιώντας το κατάλληλο κάθε φορά λεξιλόγιο. Να αξιολογούν το γραπτό τους λόγο και να προβαίνουν σεβελτίωσή του. Να εκφράζονται προφορικά με λόγο που έχει νόημα,παραθέτοντας τα γεγονότα σε λογική σειρά. Ακόμη μπορούν να αναπτύξουν δεξιότητες διαλόγου – συζήτησηςχρησιμοποιώντας επιχειρήματα και όλα αυτά φυσικά σε συνδυασμό με την απαραίτητη και σωστή καθοδήγηση καθηγητών και δασκάλων, οι οποίοι οφείλουν να χαράξουν το δρόμο τον οποίο θα διασχίσουν οι μαθητές… Έναν δρόμο βέβαια που δεν θα είναι ίδιος για όλους αφού κάθε παιδί έχει τη δική του ξεχωριστή προσωπικότητα και φυσικά τις δικές του ανάγκες που διαφέρουν από άτομο σε άτομο.
Αναμφίβολα ο μαθητής είναι περισσότερο άνθρωπος που μαθαίνει και λιγότερο άνθρωπος που διδάσκουμε. Συνεπώς η τοποθέτηση ενός φωτισμένου δασκάλου πριν από περίπου εκατό χρόνια ότι «για να διδάξεις στο Γιάννη (δηλαδή στον κάθε μαθητή) Λατινικά ή Μαθηματικά για παράδειγμα, δεν αρκεί ως δάσκαλος να ξέρεις καλά μόνο τα Μαθηματικά ή τα Λατινικά, αλλά χρειάζεται να ξέρεις εξίσου καλά και το Γιάννη», παραμένει πάντα επίκαιρη.
Συμπερασματικά, η υποστήριξη των παιδιών με δυσκολίες στην παραγωγή γραπτού λόγου απαιτείται να είναι συστηματική και στοχευμένη σε κάθε φάση της συγγραφής και βασισμένη κυρίως στη διδασκαλία στρατηγικών και την ενίσχυση των μεταγνωστικών δεξιοτήτων, καθοδηγώντας το μαθητή να ακολουθεί συνειδητά και συστηματικά την ορθή διαδικασία της συγγραφής.
Είναι λοιπόν ώρα για μια ριζική μεταρρύθμιση που να θέτει σε μια πιο στέρεη βάση τη διδασκαλία και την αξιολόγηση του μαθήματος. Ειδικότερα τώρα που η διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας μοιάζει να έχει φτάσει σε τέλμα, αφού η πολύχρονη παρουσία του μαθήματος στις Πανελλήνιες Εξετάσεις την έχει «εργαλιοποιήσει» σε σημείο που να τυποποιεί τόσο τη γλώσσα όσο και τη σκέψη των μαθητών, χωρίς παρ’ όλα αυτά να εξασφαλίζει ικανοποιητικές βαθμολογίες ακόμα και στους μαθητές που πασχίζουν γι’ αυτές.