Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Είναι αλήθεια ότι μία από τις σημαντικές προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία είναι η επανασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ύστερα από αλλεπάλληλες και συχνά ανεπιτυχείς προσπάθειες να προσαρμόσουμε την παιδεία στις ανάγκες του 21ου αιώνα, καταλήγουμε στην πασιφανή διαπίστωση ότι τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα στον χώρο της εκπαίδευσης -και ιδιαίτερα της ανώτατης- δεν μπορούν παρά να λάβουν σοβαρά υπόψη τις ανάγκες της νέας οικονομίας.
Το ενδιαφέρον για τη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης, καθώς η μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε από το 2010 και έπειτα ενίσχυσε την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης ανθρώπινου δυναμικού και δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας. Η μεγάλη αύξηση της ανεργίας και η εξωτερική μετανάστευση Ελλήνων -κυρίως νέων πτυχιούχων-, καθώς και μεταναστών που είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν μεταξύ των πιο άμεσων και σημαντικότερων συνεπειών της αναντιστοιχίας αυτής.
Η περιορισμένη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, πέρα από την όξυνση των ανισοτήτων και την υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής που προκαλεί, περιορίζει την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και την απόδοση της δημόσιας και της ιδιωτικής επένδυσης στην εκπαίδευση. Από την άλλη, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού, οι γνώσεις, οι ικανότητες και οι δεξιότητές του αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την αύξηση της απασχόλησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Ύστερα από την πολυετή κρίση που ξέσπασε το 2009, η επανασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και η ελληνική οικονομία. Για την ανάπτυξη ενός νέου, διεθνώς ανταγωνιστικού και βιώσιμου παραγωγικού προτύπου απαιτείται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέες δεξιότητες των εργαζομένων. Για την ανάπτυξη των νέων
δεξιοτήτων είναι αναγκαίες αλλαγές στη δομή και τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας στη χώρα μας ήταν και παραμένει πολύ χαλαρή. Τόσο πριν από την κρίση όσο και στη διάρκειά της οι εργοδότες διατείνονται ότι ενώ μπορούν με ευκολία να βρουν ανειδίκευτη και πολύ εξειδικευμένη εργασία, έχουν δυσκολία να βρουν ενδιάμεσα στελέχη παραγωγής, κυρίως εξειδικευμένους τεχνίτες. Αν αυτό ισχύει, τότε επιβάλλεται η αναβάθμιση της ποιότητας και της ελκυστικότητας της τεχνικής εκπαίδευσης τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αντ’ αυτού όμως παρατηρούμε μια διαρκή υποβάθμιση της δευτεροβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης αλλά και προσπάθεια σταδιακής εξαφάνισης της τριτοβάθμιας τεχνικής εκπαίδευσης μέσω της μετεξέλιξης των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό να ενισχυθεί ο θεσμός της μαθητείας, όπου οι ακαδημαϊκές σπουδές θα συνδυάζονται με απασχόληση στον επιχειρηματικό τομέα για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Παρά τα όποια δειλά βήματα, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε αυτόν τον τομέα είναι πολύ μικρή και το ποσοστό των φοιτητών που συμμετέχουν σε τέτοια προγράμματα στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Οι συνθήκες, λοιπόν, που έχουν διαμορφωθεί περιορίζουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και την απόδοση της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση. Απαιτούν, επομένως, παρέμβαση με σκοπό τη βελτίωσή τους. Σε κάθε περίπτωση, η οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου, διεθνώς ανταγωνιστικού, με εξαγωγικό προσανατολισμό και βιώσιμου σε συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών μετασχηματισμών που έχουν διαμορφωθεί, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ριζικές αλλαγές και στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην μεριά δηλαδή της προσφοράς δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Με τις παλιές γνώσεις και δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού δεν μπορεί να οικοδομηθεί το νέο παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας.
Συνεπώς, για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος, και της απόδοσης της δημόσιας επένδυσης στην εκπαίδευση χρειάζεται να αντιμετωπιστεί αρχικά ο αποπροσανατολισμός της ανώτατης εκπαίδευσης από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση στο δημόσιο τομέα στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, και ιδιαίτερα στους τομείς με εξωστρεφή εξαγωγικό προσανατολισμό. Παράλληλα σημαντικό στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι και ο αναπροσανατολισμός της μέσης λυκειακής εκπαίδευσης από τη γενική εκπαίδευση στην τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση, με αύξηση της ελκυστικότητάς της και της συμμετοχής των μαθητών σε αυτήν, συνδεδεμένης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Φυσικά θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στην ανάγκη επανεκπαίδευσης των ανέργων αποφοίτων για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.
Συμπερασματικά χρειαζόμαστε μία εθνική, συνολική, ρεαλιστική πρόταση και τα κατάλληλα εργαλεία για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη των γνωστικών, επικοινωνιακών, ψηφιακών και υψηλής κλίμακας δεξιοτήτων των μαθητών, φοιτητών και εργαζομένων και ενσωμάτωση του ψηφιακού σχολείου στην εκπαιδευτική πρακτική. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα είμαστε ουραγοί, αλλά θα αναπτύξουμε τα αντανακλαστικά ώστε να προσαρμόσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να καλλιεργήσουμε τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα, χωρίς να χάσουμε την ταυτότητά μας, και η εκπαίδευση να αποτελέσει τον κύριο μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας μας.