Του Νίκου Τσούλια
Στην αρχή δεν μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Θεωρείς ότι είναι κάποιο είδος διακοπών. Στη συνέχεια νιώθεις μια αμηχανία οφειλόμενη στην απώλεια μιας απόλυτης και διαχρονικής ομορφιάς της ζωής σου.
Ακολουθεί μια αίσθηση (ως αντίβαρο αυτών), μια αίσθηση πρωτόγνωρης ελευθερίας, αφού για πρώτη φορά στην προσωπική διαδρομή σου δεν έχεις τυπικές καθημερινές υποχρεώσεις. Αλλά μετά επανέρχεται κατά κύματα είτε για κάποιους συγκεκριμένους λόγους (επιστροφή στα θρανία τον Σεπτέμβρη, πανελλαδικές εξετάσεις…) είτε απροσδιόριστα και τυχαία, η βαθιά νοσταλγία της διδασκαλίας, της πιο ιερής κοινωνικής λειτουργίας: να έχεις μαθητές, να διαπαιδαγωγείς, να μορφώνεις, να καλλιεργείς το πνεύμα και το συναίσθημα στην πιο όμορφη ηλικία του ανθρώπου, να απολαμβάνεις τη μαγεία του βλέμματος εφήβων και νέων…
Εντάξει, ασχολείσαι με άλλα πεδία τώρα. Αλλά τα κύρια πεδία σου, το γράψιμο και το διάβασμα, ήταν και είναι το σταθερό νήμα της δημιουργικής σου αφήγησης σ’ όλη τη διάρκεια που έχεις συνείδηση του εαυτού σου και θα παραμείνει έτσι μέχρι τέλους της ύπαρξής σου – και ήταν πεδία παράλληλα με τη σχολική σου διαδρομή. Τροφοδοτούσε το ένα πεδίο το άλλο σε όλο και πιο νέες πτυχές της σκέψης και του στοχασμού και δεν θα μπορούσες να βρεις πολλές από τις πηγές έμπνευσής σου παρά μόνο στη διδασκαλία και στο σχολείο.
Ναι, γυρίζεις σελίδα, αλλά δεν αλλάζεις το βιβλίο, το βιβλίο της ζωής σου εκεί που είναι γραμμένο ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της πορείας σου. Άλλωστε, σε πλημμυρίζει η νοσταλγία. Γίνεται όνειρο ζηλευτό, μα και βιωμένη έστω και παρελθούσα πραγματικότητα, στη θέση των ονείρων. Γιατί να αφήσεις αυτή την τόσο ξεχωριστή ονειροφαντασίωση στη σκόνη του χρόνου; Εκεί δεν είναι τόση και τόση ομορφιά νιότης;
Υπάρχει και ένα κοινό μυστικό. Εκεί είχες κερδισμένο ένα μέρος σεβασμού σου «εξ ορισμού» και ήσουν απλά υποχρεωμένος να κερδίσεις το υπόλοιπο μέρος με τη δική σου συμπεριφορά και προσωπικότητα, για να νιώσεις μια τόση ξεχωριστή γοητεία που μόνο η σχέση εκπαιδευτικού – μαθητή δίνει. Μα το σχολείο δεν σου εξασφάλισε τόσο γενναιόδωρα ευγενικές όψεις του εαυτού σου; Η σχολική αίθουσα δεν σε έδινε όλο και πιο άγνωστα κοιτάσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δεν συνεργούσε στην ωραιότερη βυθοσκόπηση του εαυτού σου;
Όχι, οι μαθητές δεν ήταν κυρίως μια μορφή συλλογικότητας επειδή τους είχες όλους απέναντί σου και αναφερόσουν σε αυτούς με ενιαίο συνήθως τρόπο. Κάθε μαθητής και ένας κόσμος, μια απόλυτα μοναδική προσωπικότητα. Αν δεν έβλεπες την ιδιαιτερότητά του, αν δεν είχες μια διαπροσωπική σχέση – έστω και συγκυριακή -, δεν μπορούσες να διαπαιδαγωγήσεις ούτε φυσικά και να κάνεις μάθημα δημιουργικό.
Κάθε μαθητής σου έδινε τη δική του ξεχωριστή εικόνα της ζωής, τη δική του συνεισφορά στην κατ’ ιδίαν παιδαγωγική λειτουργία. Με άλλους μαθητές συγκρούστηκες και αναζήτησες δρόμους συμφιλίωσης, με άλλους απέκτησες ακόμα και μια σχέση εξωσχολικής παρέας. Άλλοι σε αντιπάθησαν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και άλλοι τυλίχτηκαν γύρω σου σαν κισσός σε βελανιδιά… Μια μικροκοινωνία είναι το σχολείο, αλλά με έντονες διανθρώπινες και διαπροσωπικές λειτουργίες και σχέσεις.
Δεν κρύβω και τούτο. Ήθελα οι μαθητές μου και ιδιαίτερα αυτοί (που τους είχα ιδιαίτερη αδυναμία, προφανώς μη προνομιακή) να έχουν την ίδια ιδιαίτερη αδυναμία σε μένα και όχι σε άλλους συναδέλφους και φρόντιζα στο μέτρο του δυνατού να μη συμβαίνει αυτό!
Η εκπαιδευτική λειτουργία, η παιδαγωγική σχέση καθηγητή / δασκάλου – μαθητή δεν είναι απρόσωπα πεδία. Έχουν βαθύ ουμανιστικό περιεχόμενο. Έχουν πολύ συναίσθημα. Τρέφουν ιερό σκοπό. Έχουν την ψυχή του εκπαιδευτικού και του εκπαιδευόμενου.
Ζηλεύω που δεν έχω μαθητές και μαθήτριες…