Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Η εκπαίδευση σήμερα είναι αντιμέτωπη με μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της εποχής σε ό,τι αφορά την επίτευξη των παιδευτικών της στόχων. Οι νέοι τρόποι επικοινωνίας και ο εθισμός των νέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λειτουργούν ανασταλτικά στη γλωσσική τους καλλιέργεια, καθώς, όχι μόνο περιορίζεται ο χρόνος που αφιερώνουν στη μελέτη των μαθημάτων τους, αλλά πολύ περισσότερο συνηθίζουν σ’ έναν απλουστευμένο κώδικα επικοινωνίας. Αποτέλεσμα αυτών είναι πως όταν πλέον έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα κείμενο είτε στο πλαίσιο της διδακτικής πράξης είτε στις εξετάσεις, να αδυνατούν να αποκωδικοποιήσουν τα μηνύματά του.
Ένα από τα πιο συχνά φαινόμενα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ένας καθηγητής κατά τη διάρκεια του μαθήματος είναι να βλέπει τους μαθητές του να μαθαίνουν πάρα πολύ καλά το μάθημα, ειδικά όταν αυτό επιβάλλει την αποστήθιση, και όταν έρχεται η ώρα να ξεφύγει -ακόμη και ελάχιστα- από τις καθιερωμένες και αναμενόμενες ερωτήσεις να αντικρίζει αμέσως τη μεταβολή ενός πολύβουου ακροατηρίου σε βουβό, με τα παιδιά να ανταλλάσσουν μεταξύ τους βλέμματα απορίας!
Και όμως, δεν γίνομαι καθόλου υπερβολικός αφού μέσα από την καθημερινή μου ενασχόληση με μαθητές, συνεχώς παρατηρώ -ειδικά φέτος στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας- ότι κάθε φορά που η εκφώνηση μιας άσκησης ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, αυτόματα δημιουργείται ένα έντονο συναίσθημα αβεβαιότητας στα παιδιά! Αυτό συμβαίνει διότι δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς τα όσα τους ζητούνται και πολλές φορές απαντάνε λανθασμένα νομίζοντας ότι γράφουν ή λένε το σωστό κι όταν έρθει η ώρα να ακούσουν τη σωστή απάντηση η πιο συνηθισμένη ατάκα τους είναι: «Α, αυτό ήταν κύριε; Το ήξερα!».
Όπως καταλαβαίνουμε, λοιπόν, το πρόβλημα δεν είναι απλό αφού κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν παιδιά που πραγματικά αφιερώνουν πάμπολλες ώρες στο καθημερινό τους διάβασμα και όμως στην πραγματικότητα δεν κατανοούν τα όσα διαβάζουν! Η μηχανική αποστήθιση σε συνδυασμό με τη σοβαρότατη λεξιλογική ένδεια που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο μαθητή έρχονται σε μεγάλο βαθμό να επιτείνουν το πρόβλημα…
Για όλα τα παραπάνω είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση όχι μόνο στην ικανότητα του παιδιού να κατανοεί τις ερωτήσεις που του υποβάλλονται και να δίνει απαντήσεις σε αυτές, αλλά και να μπορεί να διατυπώνει το ίδιο ερωτήσεις. Να είναι, συνάμα, σε θέση να επεξεργάζεται τα δεδομένα που του παρατίθενται και να αναγνωρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Σε αυτό θα βοηθήσει η συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, καθώς και ο κατάλληλος προγραμματισμός για την υλοποίηση των καινοτομιών στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου «διαβάζω, αλλά δεν κατανοώ» είναι απαραίτητη προκειμένου οι μαθητές να είναι σε θέση να εμπλακούν με επιτυχία σε μια ποικιλία κειμένων και να προετοιμαστούν κατάλληλα για χρήση της γλώσσας σε αυθεντικές περιστάσεις, αν χρειαστεί. Γι’ αυτό και πρέπει να διδαχθούν στρατηγικές ανάγνωσης που θα τους βοηθήσουν να απεμπλακούν από την προσπάθεια για κατανόηση της κάθε λέξης ξεχωριστά.
Πολλές φορές εμείς οι εκπαιδευτικοί αποδίδουμε την αδυναμία των μαθητών να κατανοήσουν ένα κείμενο στη συνδυαστική επίδραση διαφόρων αιτιών. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στη δυσκολία του λεξιλογίου, αλλά και στο γεγονός πως η εσωτερική δομή και διάρθρωση του επιστημονικού λόγου, που διαφέρει σημαντικά από τον αφηγηματικό, καθιστά δυσχερέστερη την προσπάθεια κατανόησης. Έπειτα, η δυσκολία της διδακτέας ύλης είναι τέτοια που ξεπερνά συχνά το ηλικιακό επίπεδο των μαθητών, ενώ καίριας σημασίας είναι και το γεγονός πως πλέον οι μαθητές δεν έχουν στη διάθεσή τους αρκετό χρόνο, προκειμένου να μελετήσουν με την αναγκαία πληρότητα.
Παράλληλα οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δίνουμε κίνητρα στους μαθητές για να εμπλακούν σε μια ανάγνωση του κειμένου που θα είναι ουσιαστική, κριτική και όχι επιφανειακή. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει οι δραστηριότητες που συνοδεύουν το κείμενο να είναι επικοινωνιακές και να στοχεύουν στη βαθιά κατανόηση των πληροφοριών που περιέχει το κείμενο.
Το πρόβλημα όμως αυτό δεν εμφανίζεται ξαφνικά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Αναντίρρητα πολλοί γονείς στην αγωνία τους να πάνε τα παιδιά τους διαβασμένα στο σχολείο, διαβάζουν οι ίδιοι τα μαθήματα των παιδιών τους και επεξεργάζονται εκείνοι τις ερωτήσεις κατανόησης ενός κειμένου. Αυτό μπορεί στην αρχή να φαίνεται ωφέλιμο και αποδεκτό για ένα διάστημα, όμως δεν κατανοούν πως η στάση τους αυτή δεν επιτρέπει στα παιδιά τους να κατακτήσουν τους απαραίτητους μηχανισμούς κατανόησης ενός απλού κειμένου. Το αποτέλεσμα αυτής της στάσης φαίνεται πολύ αργότερα όταν οι μαθητές δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε κείμενα με αυξημένο επίπεδο δυσκολίας χωρίς τη βοήθεια των γονιών ή των εκπαιδευτικών τους. Ο ρόλος, λοιπόν, των γονέων, θα πρέπει εν ολίγοις να κινηθεί σε μία απλή κατεύθυνση: μιλώντας στο παιδί επεξηγηματικά και σχολιαστικά, κι όχι κατ’ αποκλειστικότητα καθοδηγητικά, μπορούν να ενισχύσουν την αντιληπτική και κριτική ικανότητά του.
Θα μπορούσε επίσης να επισημανθεί ότι με την ανάγνωση πολλών κειμένων
επιτυγχάνεται διεύρυνση του λεξιλογίου, δίνεται η δυνατότητα στους αναγνώστες – μαθητές να έρθουν σε επαφή με περισσότερες ιδέες, αντιλήψεις και γνώσεις. Τέλος, διευρύνεται η γνωστική τους βάση, καθώς αποκτούν γνώσεις για τον προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό και επιστημονικό κόσμο, διαμορφώνοντας νέες αντιλήψεις οι οποίες σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες γνώσεις θα αποτελέσουν ένα σημαντικό «εργαλείο» βαθύτερης κατανόησης του γραπτού και προφορικού λόγου.