Του Νίκου Τσούλια
Θεωρώ – είναι ισχυρή πεποίθηση μου – ότι το διάβασμα δεν είναι μόνο διάβασμα. Η λέξη, η έννοια και φυσικά η πράξη του «διαβάσματος» υπολείπονται από αυτό που πραγματικά προσδιορίζουν, από αυτό που νιώθει και απολαμβάνει ο αναγνώστης ή μάλλον ο βιβλιοφάγος πολίτης.
Και να γιατί. Το διάβασμα είναι τρόπος ζωής, ψυχική ανάγκη, μονοπάτι ελευθερίας, πνευματική ανάταση, καλλιέργεια συναισθήματος, δρόμος γνώσης και φιλίας του κόσμου, της κοινωνίας, του εαυτού μας. Ο πολιτισμός του ανθρώπου, η ιστορία του, ο ίδιος ο εξανθρωπισμός του κυρίως μέσα από το διάβασμα υποστασιοποιούνται και πραγματώνονται. Ας αναλογιστούμε χωρίς το διάβασμα ποιο θα ήταν το περιεχόμενο της γνώσης, της μόρφωσης, της εκπαίδευσης, της αμφισβήτησης, της έρευνας, της κουλτούρας κλπ κλπ. Ας στοχαστούμε… Χωρίς το διάβασμα δεν θα είχαν κανένα περιεχόμενο ή μάλλον δεν θα υπήρχαν ως έννοιες, έτσι όπως έχουν γλωσσικά συλληφθεί.
Υπάρχουν πολλά είδη διαβάσματος. Ας δούμε τις βασικές όψεις του. Υποχρεωτικό διάβασμα: σχολικό, πανεπιστημιακό, ερευνητικό: πρόκειται για συστηματικό διάβασμα με σκοπό την μάθηση, την αφομοίωση, την απόλυτη κατάκτηση του περιεχομένου. Προαιρετικό διάβασμα: πρόκειται για το διάβασμα που αποσκοπεί στη στιγμιαία απόλαυση ή ακόμα και στο γέμισμα του χρόνου μας – αν και η τελευταία εκδοχή μπορεί και να μη θεωρηθεί ακριβώς διάβασμα.
Ας πάμε στην ιδέα, που δεν είναι ακριβώς δική μου – αν και τη σκεπτόμουνα από νωρίς στη σχολική μου ηλικία αλλά δεν τολμούσα να την υποστηρίξω. Η ιδέα ήταν του Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), του διακεκριμένου πολιτικού, επαναστάτη, συγγραφέα. Είχα την τύχη να του πάρω συνέντευξη και μάλιστα την τελευταία της ζωής του. Και ανάμεσα στην πολιτική και στην εκπαίδευση, που ήταν και τα βασικά πεδία της συζήτησης, κουβεντιάσαμε και το θέμα «βιβλίο – διάβασμα», γιατί ήταν πολυγραφότατος και με φοβερές αναλύσεις.
«Θα πρέπει να διαβάζουμε στη ζωή μας περί τα 600 – 700 βιβλία, καλά επιλεγμένα αλλά και πολύ καλά διαβασμένα»! Αυτό «το πολύ καλά διαβασμένα» είναι η όμορφη ιδέα που προτείνω. Τι σημαίνει αυτό; Ό,τι το διάβασμά μας δεν θα είναι «μία και έξω»· θα κρατάμε σημειώσεις και αποδελτιώσεις, θα επανερχόμαστε σε αυτό και θα γράφουμε τις δικές μας παρατηρήσεις και σκέψεις γύρω από τα ζητήματα που θέτει ο συγγραφέας. Μόνο έτσι θα γευθούμε το μεγαλείο του διαβάσματος.
Το να διαβάζουμε το ένα βιβλίο πίσω από το άλλο δεν λέει τίποτα, γιατί δεν εμβαθύνουμε στα νοήματά του, δεν κάνουμε ουσιαστικό διάλογο με τις συγγραφικές αναζητήσεις. Είναι σαν να οργώνουμε ένα χωράφι, χωρίς να το σβαρνίζουμε μετά και κυρίως χωρίς να το σπέρνουμε.
Γιατί τι νόημα έχει να διαβάσουμε άπαξ τα κορυφαία Ομηρικά έπη, την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, για παράδειγμα, χωρίς να επανέλθουμε σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, χωρίς να μελετήσουμε σχετικές φιλολογικές κριτικές, που τόσο πολύ έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτά; Έχω παρακολουθήσει αναλύσεις φιλολόγων για συγκεκριμένα ποιήματα ή για την ιστορία και για τις φιλοσοφικές θεωρίες και έχω νιώσει μια περίεργη ορφάνια του σχετικού προσωπικού μου διαβάσματος επ’ αυτών. Ναι, θέλουμε και μια στήριξη στα μεγάλα πνευματικά έργα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις θετικές επιστήμες. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, Φυσική μέχρι το τέλος του λυκείου. Αλλά δεν αρκεί αυτή η μάθηση. Χρειάζεται να επανέλθουμε σε ύστερη φάση διαβάζοντας βιβλία που να ενοποιούν, να ερμηνεύουν, να ολοκληρώνουν μια καλή εικόνα της Φυσικής, βιβλία που θα έχουν ως αντικείμενο την εξέλιξη των θεωριών και των ιδεών στην επιστήμη αυτή. Φυσικά, εδώ την έννοια του βιβλίου έχει πάρει ένα γνωστικό αντικείμενο – ακριβώς γιατί έτσι έχει νόημα και αξία το διάβασμά μας επί της Φυσικής.
Τίθεται ένα ερώτημα. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο της σύγχρονης λογοτεχνίας χωρίς όλη αυτή την «περιπέτεια»; Μπορούμε αλλά το διάβασμα θα είναι σε εκκρεμότητα. Αλλιώς είναι να διαβάσεις 2 – 3 ποιήματα του Μπόρχες και αλλιώς να διαβάσεις ένα σημαντικό μέρος του από τα πεζά και τα ποιήματά του και σχετικές μελέτες επ’ αυτών.
Επιμένω ότι η ομορφιά του διαβάσματος ενός βιβλίου ανακαλύπτεται όταν ολοκληρώνουμε σε σημαντικό βαθμό την πρόσληψη του κόσμου του, όταν μας έχουν γεννηθεί με το διάβασμά του και άλλα πολλά βιβλία «γραμμένα» από το δικό μας στοχασμό.