Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, η αγωνία των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων αρχίζει και χτυπάει «κόκκινο», καθώς πλησιάζουμε στην ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γονείς και υποψήφιοι προετοιμάζονται, γεμάτοι άγχος στις περισσότερες περιπτώσεις, για κάθε πιθανό ενδεχόμενο έτσι ώστε να είναι έτοιμοι με την ανακοίνωση των βάσεων να κινηθούν αναλόγως. Οι φετινές, όμως, βάσεις θα έχουν σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από προηγούμενα έτη καθώς θα προκύψουν έπειτα από μία χρονιά γεμάτη ανακατατάξεις για τους υποψήφιους, που σίγουρα είχαν μεγάλο αντίκτυπο και στις βαθμολογικές τους επιδόσεις.
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι η φετινή χρονιά είναι η τρίτη συνεχόμενη όπου οι βάσεις αναμένεται να σημειώσουν πτωτική πορεία, αφού σχεδόν σε όλα τα πεδία, λείπουν οι λεγόμενες μεσαίες βαθμολογίες. Βέβαια, σκόπιμο κρίνεται να τονιστεί ότι οι αναλογίες θέσεων – υποψηφίων που έχουν προκύψει χαρακτηρίζονται αρκετά ευνοϊκές, καθώς από τους περίπου 100.000 υποψηφίους (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ) αναμένεται να εισαχθούν οι 77.970 στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, ασφαλείς εκτιμήσεις, σαφώς και δεν μπορούν να γίνουν καθώς οι παράγοντες που καθορίζουν τις βάσεις κάθε χρόνο είναι αρκετοί και συνδυαστικοί, θα λέγαμε, μεταξύ τους.
Αρχικά, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι επιλογές των υποψηφίων σίγουρα έχουν επηρεαστεί τόσο από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων όσο και από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα λόγω κορωνοϊού, που σίγουρα έχει σημαντικό οικονομικό -και όχι μόνο- αντίκτυπο σε πολλές οικογένειες και κατά συνέπεια όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν σπουδές στον τόπο κατοικίας τους. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι από φέτος δυσκολεύουν κατά πολύ οι μετεγγραφές των υποψηφίων με απώτερο στόχο να περιοριστούν, ενώ το δικό τους ρόλο θα παίξουν και οι αλλαγές στις αντιστοιχίες των σχολών. Όλα αυτά με τη σειρά τους δείχνουν ότι ως προς τη διαμόρφωση των φετινών βάσεων δεν είναι δυνατό να γίνει ασφαλής πρόβλεψη, παρόλα αυτά με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα μπορούν να γίνουν ορισμένες γενικές εκτιμήσεις.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, στο 1ο επιστημονικό πεδίο με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις βαθμολογικές επιδόσεις των υποψηφίων, αναμένεται μια γενική πτώση βάσεων, πιθανώς μικρή στα περιζήτητα τμήματα, αλλά σαφώς μεγαλύτερη στις σχολές των ανθρωπιστικών σπουδών που ανήκουν στις μεσαίες και χαμηλόβαθμες. Δεν αναμένονται, λοιπόν, μεγάλες διακυμάνσεις, ενώ φυσικά θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί και το γεγονός ότι στη διαμόρφωση των βάσεων του συγκεκριμένου πεδίου σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η μείωση του αριθμού των υποψηφίων.
Στο 2ο επιστημονικό πεδίο αναμένουμε κι εδώ πτώση των βάσεων, μικρής κλίμακας στα περιζήτητα τμήματα και σαφώς αρκετά μεγαλύτερης στα πιο χαμηλά στρώματα και ειδικά σε αρκετά περιφερειακά τμήματα, όπου παρά το γεγονός ότι οι βάσεις εισαγωγής θα κινηθούν σε χαμηλά επίπεδα, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μειώνει το επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών, κάτι που ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό και για τμήματα άλλων πεδίων.
Στο 3ο επιστημονικό πεδίο, αυτό των επιστημών υγείας, τα άσχημα αποτελέσματα των υποψηφίων στο μάθημα της Βιολογίας θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, γι’ αυτό και αναμένουμε πτώση των ιατρικών σχολών, ειδικά στα περιφερειακά τμήματα, ενώ εικάζεται ότι η πτωτική πορεία των βάσεων θα αγγίξει την πλειονότητα των σχολών του συγκεκριμένου πεδίου.
Στο 4ο επιστημονικό πεδίο αναμένεται μια μικρή πτώση στις υψηλόβαθμες σχολές, ενώ στα τμήματα μεσαίας και χαμηλής βαθμολογίας θα κυριαρχήσουν οι αυξομειώσεις, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι υπάρχει μια «μετακίνηση» υποψηφίων προς τις σπουδές Οικονομίας και Πληροφορικής καθώς από πολλούς θεωρείται ένας πιο βατός δρόμος για εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο σε σχέση με τα υπόλοιπα πεδία. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι σε κάθε περίπτωση κοινή συνισταμένη για τη διαμόρφωση των βάσεων σε όλα τα πεδία, θα αποτελέσουν οι χαμηλές βαθμολογίες που σημειώθηκαν στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας.
Νέο σενάριο για το άνοιγμα των σχολείων
Και μέσα σε όλη αυτή την αναμονή υποψηφίων και γονιών σχετικά με την ανακοίνωση των φετινών βάσεων, η κατάσταση, δυστυχώς, χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και πλέον η αύξηση των κρουσμάτων τείνει να γίνει καθημερινότητα, δημιουργώντας πολύ σοβαρά προβλήματα σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Τα νέα δεδομένα, με την εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων τις τελευταίες δέκα περίπου ημέρες, έρχονται κατά συνέπεια να δημιουργήσουν εκ νέου προβληματισμούς και να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους ιθύνοντες σχετικά με τις αποφάσεις που θα παρθούν για το φετινό άνοιγμα των σχολείων.
Το να εκτιμήσει κανείς με σιγουριά τον τρόπο με τον οποίο θα χτυπήσει το πρώτο κουδούνι τη νέα σχολική χρονιά, πλέον, γίνεται ένα κουίζ για πολύ δυνατούς λύτες. Όπως γνωρίζαμε μέχρι τώρα, τα σενάρια αφορούσαν είτε κανονική επιστροφή στα σχολεία για όλους ανεξαιρέτως, με αυστηρά μέτρα προστασίας, είτε την εκ περιτροπής διδασκαλία, όπως δηλαδή ακριβώς συνέβη στο τελευταίο κομμάτι της σχολικής χρονιάς που τελείωσε.
Πλέον ένα ακόμη ενδεχόμενο που υπάρχει σοβαρή περίπτωση να πέσει στο τραπέζι το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, όταν και θα παρθούν οι τελικές αποφάσεις, αφορά και την ενδεχόμενη μετάθεση της έναρξης των σχολείων, για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, αν και εφόσον έχει σταθεροποιηθεί σε κάποιο βαθμό η κατάσταση και δεν έχει ξεφύγει τελείως από τον έλεγχο. Φυσικά και προέχει η υγεία όλων μας, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο, όμως, η μετάθεση αυτή από εκπαιδευτική άποψη δεν είναι και η πιο δόκιμη λύση καθώς και πάλι θα χαθούν μαθήματα, πόσο μάλλον αν υποθέσουμε ότι φέτος συμφώνησαν όλοι η χρονιά να ξεκινήσει νωρίτερα ώστε να καλυφθούν τα κενά που δημιουργήθηκαν στην ύλη πέρσι. Υπενθυμίζουμε ότι -μέχρι νεωτέρας φυσικά- το άνοιγμα των σχολείων έχει οριστεί για τη Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου.
Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο οφείλει να είναι προετοιμασμένο για όλα τα ενδεχόμενα, ώστε να μην ταλαιπωρηθούν για ακόμη μία χρονιά οι μαθητές και ειδικά όλοι όσοι δώσουν πανελλαδικές, όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη πριν λίγους μήνες, οργανώνοντας αυτή τη φορά σωστά την εξ αποστάσεως διδασκαλία, με την παροχή του απαραίτητου εξοπλισμού και την κατάλληλη επιμόρφωση των καθηγητών. Στόχος πρέπει να είναι η καθολική -αν είναι δυνατόν- συμμετοχή από μαθητές και καθηγητές. Χρόνος υπάρχει ακόμη, οργάνωση χρειάζεται!