Του Νίκου Τσούλια
Ένα ολόκληρο φάσμα διαφορετικών και ιδιαίτερων αποτελεσμάτων μας αφήνει κάθε είδος διαβάσματος. Γιατί το διάβασμα – αν και ενιαίο και αδιαίρετο – δεν παύει να έχει επιμέρους εκφράσεις που εξαρτώνται κυρίως από το περιεχόμενό του.
Οφείλω να τονίσω εισαγωγικά ότι από τη στιγμή που προσφεύγουμε στο διάβασμα μετασχηματίζεται η ψυχολογία μας και ο συναισθηματικός μας κόσμος – γιατί είμαστε πρόθυμοι και ευεπίφοροι να δεχτούμε κάποιου είδους επιρροή, ενώ παράλληλα προοικονομούμε φαντασιακά και την επικείμενη εξέλιξη.
Το σχολικό διάβασμα έχει μια πολύ ξεχωριστή ιδιαιτερότητα. Αποτελεί τη βάση, για να μπορούν να αναπτυχθούν όλα τα άλλα είδη διαβάσματος αλλά και γιατί διαμορφώνει το υπόστρωμα της μορφωτικής αποσκευής μας και τον πυρήνα της παιδαγωγικής μας αντίληψης. Συνδέεται προφανώς και με τις ιδιαιτερότητες, μαθησιακές, ψυχολογικές, συναισθηματικές, κοινωνικές, της παιδικής ηλικίας και ως εκ τούτου παραμένει η κύρια εστία του παιχνιδιού της γνώσης μας – θεσμικής και μη – που βαστάει όσο και η ζωή μας.
Το σχολικό διάβασμα υπηρετεί πρωτίστως τη συγκροτημένη και συστηματική μάθηση. Επομένως θέλουμε να μας αφήνει ει δυνατόν όλα τα μηνύματά του. Το διάβασμα ενός σχολικού βιβλίου δεν είναι απλό διάβασμα – συνδέεται με την επαναληψιμότητα και την απομνημόνευση, αλλά παράλληλα είναι συναρτημένο και με τη διδασκαλία του σχολείου.
Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το τι μας αφήνει το σχολικό διάβασμα δεν είναι εκ των πραγμάτων ευδιάκριτο, γιατί συνδιαμορφώνεται εξ αρχής ως ένα αξεδιάλυτο μίγμα: διαβάσματος, συστηματικής απομνημόνευσης και διδασκαλίας. Είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, η εδραία βάση επί της οποίας θα στηριχτεί όλο το εποικοδόμημα, τόσο στο γνωσιακό επίπεδο όσο και στην κουλτούρα που θα αποκτήσουμε σε σχέση με το διάβασμα και με το βιβλίο.
Η εκμάθηση της αναγνωστικής δυνατότητας ή της αριθμητικής, για παράδειγμα, θα αποτελεί – έστω και αν το ξεχνάμε – το εφαλτήριο για κάθε περαιτέρω σχέση μας με το διάβασμα. Παράλληλα διαπιστώνεται ότι αν το παιδί αγαπήσει το διάβασμα σ’ αυτή την ηλικία, αυτό που θα το αφήσει τελικά το ίδιο το διάβασμα γενικά είναι μια ισχυρή παρακαταθήκη βιβλιοφιλικής συμπεριφοράς, που ισοδυναμεί με τη σπουδαιότητα των βασικών σχολικών γνώσεων.
Το επιστημονικό – πανεπιστημιακό διάβασμα έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με το σχολικό διάβασμα και κυρίως την έννοια της υποχρεωτικότητας, η οποία αν δεν συμβαδίζει με την ακόρεστη δίψα για μάθηση, αλλοιώνει την απόλαυση του διαβάσματος. Το πανεπιστημιακό διάβασμα «αφήνει» την επιστημονική γνώση, η οποία θα μας οδηγήσει στην επαγγελματική μας εξέλιξη και θα νομιμοποιηθεί εκεί, γιατί πάντα θα μας ενδιαφέρει να διακρινόμαστε στον εργασιακό χώρο και στην κοινωνική μας εξέλιξη.
Μπορεί να έχει κάποια μορφή καταναγκασμού το διάβασμα αυτό, αλλά στην ουσία αφήνει έναν επιστημονικό εξοπλισμό διαρκώς ανανεούμενο που αποτελεί και την αιχμή της επαγγελματικής μας δραστηριότητας. Είναι ένα διάβασμα απελευθέρωσης του ανθρώπου, γιατί εισάγει στην έρευνα και στην αναζήτηση, στην επινόηση και στην ανακάλυψη.
Προφανώς το λογοτεχνικό διάβασμα είναι το πιο ευχάριστο. Μας τέρπει κατά τη διάρκειά του και δεν υπηρετεί με απόλυτο τρόπο κάποια σκοπιμότητα ή κάποια μορφή χρησιμοθηρίας. Χαιρόμαστε τον εαυτό μας στην όλη εξέλιξή του. Νιώθουμε ψυχική και συναισθηματική ευφορία και νιώθουμε να μεταπλάθεται ο εσωτερικός μας κόσμος πιο εύκολα – και αυτό οφείλεται αφενός στον αφηγηματικό του χαρακτήρα και αφετέρου στην οικειότητα της γλώσσας του συγγραφέα.
Με το πέρασμα του χρόνου απομειώνεται προφανώς η επίδρασή του και ξεθωριάζει η ζωηρότητα των παραστάσεων που μας ενθουσιάζει κατά τη διάρκεια του διαβάσματος, αλλά αυτό που μένει είναι κάτι πολύ πολύτιμο – που δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο καθ’ εαυτό. Είναι η καλλιέργειά της σκέψης μας και του στοχασμού μας, του συναισθήματός μας και του εαυτού μας.
Το διάβασμα των δοκιμίων κάθε λογής απαιτεί άλλη πνευματική εγρήγορση. Εδώ (οφείλει να) είναι παρούσα η οξύτητα του πνεύματος και η ετοιμότητά του για αναμέτρηση με το περιεχόμενο του βιβλίου, γιατί η ανάγνωση των ιδεών ενός στοχαστή είναι και μια μορφή αντιπαράθεσης ιδεών και αντιλήψεων μεταξύ αυτού και του εαυτού μας. Αυτό που αφήνει λοιπόν το διάβασμα είναι η δοκιμασία της κοσμοθεωρίας μας σε σχέση με ένα διαφορετικό στερέωμα ή και ίδιο, που τελικά οδηγεί σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό μας.
Κάθε διάβασμα ανάλογα με το τι υπηρετεί αφήνει στη μνήμη μας σε μεγαλύτερη ή σε μικρότερη αναλογία το ίδιο το περιεχόμενό του αλλά και οι μεταπλάσεις του πνευματικού μας κόσμου. Με το πέρασμα του χρόνου αυτό που μένει είναι διαρκώς μετασχηματιζόμενο υπό τη συνεχή δοκιμασία τόσο της μεταβαλλόμενης εμπειρίας μας όσο της εξασθένησης της ίδιας της μνήμης μας. Γιατί η μνήμη είναι ένα παλίμψηστο δυναμικής καταγραφής, που επηρεάζεται όχι μόνο από τη μάθηση και από τη γνώση αλλά και από τον ψυχισμό μας, από τη φαντασία μας, από τα όνειρά μας.
Το πιο σημαντικό που αφήνει το διάβασμα γενικά και ενιαία – ανεξάρτητα από το όποιο είδος του – είναι ένα στερέωμα μάθησης με πάντα ανοιχτούς του ορίζοντές του, ένα διαρκώς διαστελλόμενο σύμπαν γνώσης ανακάλυψης και δημιουργίας του κόσμου και του εαυτού μας. Είναι η πνευματική και η συναισθηματική μας καλλιέργεια, η οποία είναι πανίσχυρη ανεξάρτητα από τι συγκεκριμένα αποκομίζουμε από κάθε στιγμή διαβάσματος, είναι ένα όμορφο ταξίδι του εαυτού μας με μια απόλυτα προσωπική θεώρηση, είναι μια άποψη για την ίδια τη ζωή.