Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Φτάνουμε σιγά – σιγά στο τέλος του πρώτου μήνα του χρόνου με τα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να έχουν επιστρέψει στα θρανία εδώ και κάποιες εβδομάδες, ενώ την ίδια ώρα κι έπειτα από αρκετές διαβουλεύσεις αποφασίστηκε από τους ειδικούς το άνοιγμα και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ειδικότερα, η εισήγηση των λοιμωξιολόγων στη σύσκεψη της επιτροπής των ειδικών του υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού, σχετικά με την επιστροφή στα θρανία ήταν θετική και κατόπιν τούτου το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε την επαναλειτουργία των Γυμνασίων και Λυκείων όλης της χώρας από την 1η Φεβρουαρίου. Εξαίρεση θα αποτελέσουν τα Λύκεια στις θεωρούμενες «κόκκινες περιοχές», διότι υπάρχει ανησυχία για την έντονη κινητικότητα των εφήβων και άρα για το ενδεχόμενο υπερμετάδοσης του ιού και κατά συνέπεια θα συνεχιστεί η τηλεκπαίδευση. Όλες οι άλλες εκπαιδευτικές δομές (όπως πανεπιστήμια, σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης, φροντιστήρια, κέντρα ξένων γλωσσών, κέντρα διά βίου μάθησης) παραμένουν για την ώρα σε εξ αποστάσεως λειτουργία.
Σίγουρα, όλο αυτό το διάστημα, οι επιστήμονες ήταν αρκετά διστακτικοί ως προς την επιστροφή των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τη στιγμή που πλέον έχουμε να αντιμετωπίσουμε εκτός από τον κορωνοϊό και τις μεταλλάξεις του, παράλληλα και την εποχική γρίπη. Από την άλλη πλευρά, όμως, όλοι κατανόησαν και την τεράστια ανάγκη που υπάρχει να επιστρέψουν στη διά ζώσης διδασκαλία οι μαθητές και κυρίως τα παιδιά της Γ’ Λυκείου, τα οποία σε λίγους μήνες θα έχουν μπροστά τους και τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια.
Μέσα σ’ όλα αυτά και την ώρα που εντείνεται η προσπάθεια των περισσοτέρων χωρών στην Ε.Ε. για την εξεύρεση ασφαλών λύσεων σε ό,τι αφορά την επαναλειτουργία των σχολείων, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, από την πλευρά του, συνεχίζει να συνιστά να καταβάλλονται οι μέγιστες δυνατές προσπάθειες για να αποφεύγεται το μαζικό κλείσιμο των σχολείων. Για το λόγο αυτό σκόπιμο κρίνεται να αναφέρουμε ότι δόθηκαν στη δημοσιότητα τα κύρια συμπεράσματα του Π.Ο.Υ. από ένα κεφάλαιο της εβδομαδιαίας επιδημιολογικής έκθεσής του που είναι αφιερωμένη στα διδάγματα που αντλήθηκαν από έναν χρόνο πανδημίας στην εκπαίδευση.
Με βάση αυτά ο Π.Ο.Υ τονίζει ότι «το κλείσιμο σχολείων πρέπει να αποτελεί ένα ύστατο και προσωρινό μέτρο, και να επιβάλλεται μόνο σε τοπικό επίπεδο στις ζώνες έντονης μετάδοσης». Επιπλέον, παραθέτει το γεγονός ότι «πολλές μελέτες έχουν δείξει πως η επαναλειτουργία των σχολείων δεν οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις της μετάδοσης στην κοινότητα ούτε σε κορυφώσεις των μολύνσεων, εκτός από μερικά ελάχιστα παραδείγματα, όπου τα μέτρα δημόσιας υγείας δεν εφαρμόστηκαν σωστά».
Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι «οι αποδείξεις της χρησιμότητας του κλεισίματος των σχολείων για να μειωθεί η μετάδοση στους κόλπους της κοινότητας δεν είναι ξεκάθαρες». Επιπρόσθετα, ο Π.Ο.Υ. επισημαίνει ότι η ανακάλυψη στο τέλος του 2020 νέων -περισσότερο μεταδοτικών παραλλαγμένων- στελεχών του κορωνοϊού «απαιτεί περισσότερες αναλύσεις ανά φύλο και ανά ηλικία για να μετρηθεί αν και πώς θα μπορούσε να διαφέρει η επίδραση αυτών των νέων παραλλαγμένων στελεχών στα παιδιά» σε σχέση με εκείνη του αρχικού στελέχους του νέου κορωνοϊού. Στην κατεύθυνση αυτή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά ότι «αν διαπιστώσουμε πως τα παιδιά προσβάλλονται περισσότερο, τα μέτρα δημόσιας υγείας μπορεί να πρέπει να προσαρμοσθούν».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το συμπέρασμα ότι τα σχολεία «δεν αποδεικνύεται πως αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης, παρά μόνο σε μερικές περιπτώσεις που τα μέτρα προστασίας δεν εφαρμόζονται καλά». Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα σχολεία οφείλουν να συμμετέχουν πολύ ενεργά στα μέτρα πρόωρου εντοπισμού και περιορισμού της μετάδοσης, που αποτελούν μέρος του «οπλοστασίου» που συνέστησε ο Π.Ο.Υ. στην προσπάθεια να χαλιναγωγήσει την πανδημία. Γι’ αυτό και όσον αφορά τα μέτρα που χρειάζονται για να τιθασευτούν οι μολύνσεις ο Π.Ο.Υ. ζητάει από τα σχολεία να εξασφαλίσουν, μεταξύ άλλων, καλό εξαερισμό, φυσικές αποστάσεις, πρακτικές υγιεινής (πλύσιμο των χεριών, καθάρισμα επιφανειών) και τη χρήση μάσκας.
Η απόφαση που πάρθηκε για άνοιγμα των σχολείων για κάποιους είναι ριψοκίνδυνη και για κάποιους άλλους κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Είτε κάποιος είναι θιασώτης της πρώτης άποψης είτε της δεύτερης, σίγουρα θα συμφωνεί ότι αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα της τηλεκπαίδευσης, αν λάβουμε υπόψη και την περσινή χρονιά, έχει ήδη στιγματίσει καθοριστικά τη μόρφωση των παιδιών από τη στιγμή που η τηλεκπαίδευση δεν έχει τη δυνατότητα να γεφυρώσει επαρκώς το χαμένο εκπαιδευτικό έδαφος. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονούμε και το μεγάλο ψυχολογικό κόστος που προκύπτει από όλη αυτή την περίοδο εγκλεισμού. Αναντίρρητα προέχει η Υγεία ως υπέρτατο αγαθό όλων, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα σχολεία εκτός από την εκπαίδευση και τη μόρφωση που παρέχουν παράλληλα είναι και χώροι δραστηριότητας και κοινωνικοποίησης.
Σε κάθε περίπτωση η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ετοιμάζεται να επανέλθει σε φυσική διδασκαλία ακολουθώντας την πρωτοβάθμια, και το γεγονός αυτό πρέπει να συνοδευτεί από σωστή οργάνωση, περισσότερους δειγματοληπτικούς ελέγχους, μέτρα υγιεινής και φυσικά τον εμβολιασμό του εκπαιδευτικού δυναμικού το συντομότερο δυνατό. Άμεσα, λοιπόν, πρέπει να οργανωθούν τα σχολεία να υποδεχθούν ξανά τους μαθητές έτσι ώστε να λειτουργήσουν με ασφάλεια και τηρώντας όλα τα ενδεδειγμένα πρωτόκολλα, μήπως και τελειώσει το σχολικό έτος δίχως να χρειαστεί να κλείσουν εκ νέου…
Τέλος, ελπίζουμε μετά τα Γυμνάσια και τα Λύκεια το δρόμο της επιστροφής στη διά ζώσης διδασκαλία να ακολουθήσουν με τη σειρά τους σύντομα και οι υπόλοιπες δομές εκπαίδευσης! Ειδικά οι μαθητές της Γ’ Λυκείου έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ, να επιστρέψουν όχι μόνο στα σχολεία αλλά και στα φροντιστήριά τους, τώρα που μπαίνουν στην τελική ευθεία της προετοιμασίας τους ενόψει των πανελλαδικών…