Η κατανόηση του κειμένου ως δύναμη δημιουργός
Η κατανόηση των κειμένων είναι μία από τις δυσκολότερες προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο μαθητής στη σύγχρονη εκπαιδευτική διαδικασία. Πρόκειται για μια δοκιμασία εξατομικευμένη, αλλά ταυτόχρονα με προεκτάσεις κοινωνικές, καθώς από το βαθμό ανταπόκρισης στην πρόσκληση που του απευθύνει το κείμενο κρίνεται και η συνολική του εικόνα ως μαθητή, αλλά και ο ρόλος που μπορεί να διαμορφώσει μελλοντικά ως πολίτης της κοινότητας στην οποία ανήκει. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί κινητοποίηση της αντιληπτικής, της αναλυτικής αλλά και της συνθετικής ικανότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής διαδικασίας που συντελείται μέσω της συνομιλίας με το κείμενο που έχει μπροστά του.
Απώτερος στόχος είναι η επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των δύο συνομιλητών, ώστε και το κείμενο να κοινωνήσει τα μυστικά του, αλλά και ο αναγνώστης να ανοίξει την πύλη μιας αόρατης πόλης, άδηλης μέχρι εκείνη τη στιγμή με μια διάθεση ερευνητική και συγκαταβατική. Να σεβαστεί τους ρυθμούς του κειμένου, να παρακάμψει τους σκοπέλους, να σταθεί με περίσκεψη στα δύσκολα σημεία του, να αποκωδικοποιήσει το μέρος και τη γειτνίασή του με τα λοιπά γλωσσικά στοιχεία, για μπορέσει να συλλάβει το όλον. Το κείμενο συνιστά μια ιδιαίτερη πόλη με δικούς της νόμους, συμβολισμούς, αρχές και κανόνες. Αλλά απαιτεί και μια ιδιαίτερη πάλη. Πρέπει να το περπατήσεις για να το κατανοήσεις και ίσως περισσότερες από μία φορές. Το βλέμμα πρέπει να διατρέχει τις γραμμένες αράδες, όπως διατρέχει τους δρόμους μιας πόλης όταν θέλεις να προσανατολιστείς, να φτάσεις κάπου. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη… Γιατί είναι αξίωση να έρθεις αντιμέτωπος με τα άδυτα του κειμένου και να καλείσαι να καταδυθείς σε αυτά βγαίνοντας στην επιφάνεια νικητής, όχι ηττημένος, ειδικά όταν η αναμέτρηση αυτή δοκιμάζει την αποτελεσματικότητα και την ετοιμότητα των πνευματικών σου δυνάμεων και την ευόδωση των προσωπικών σου στοχεύσεων. Κρίνεται ο μαθητής από το ίδιο το κείμενο την ώρα της προσωπικής του επαφής με αυτό και ύστερα από το διδάσκοντα. Η πρώτη κρίση είναι και η πιο οδυνηρή, κι αυτό γιατί έρχεται αντιμέτωπος με την ανεπάρκεια. Ανεπάρκεια ιδεών, ανεπάρκεια λεξιλογίου, απουσία σφαιρικής γνωστικής κατάρτισης, ανεπάρκεια εμπειριών.
Η εμπειρία χρόνων με έχει διδάξει ότι η αδυναμία κατανόησης του κειμένου ωθεί το μαθητή σε μία αμφισβήτηση των ικανοτήτων του, σε μία καθίζηση ψυχολογική, σε μια θέση μειονεκτική, σε μια κατάσταση ήττας. Το συνηθέστερο ατόπημα είναι η αδυναμία σύλληψης του κειμένου ως μίας ολότητας, ενός οργανισμού, που αν ακρωτηριαστεί, αιμορραγεί νοηματικά. Καλείται πολλές φορές ο διδάσκων να σταματήσει την αιμορραγία συμβάλλοντας στο «δέσιμο» των πληροφοριών, ώστε να καταστεί εφικτή η κατανόηση και η ερμηνεία του κειμένου. Ως θεράποντες του λόγου, αυτό καλούμαστε να κάνουμε. Να τον θεραπεύουμε με κάθε δυνατό τρόπο μέσα από τις ανεξάντλητες προσπάθειες μας πάνω στον εγγραμματισμό του μαθητή στην κατανόηση ποικίλων γραπτών μορφών λόγου. Ταυτόχρονα, βέβαια, επέρχεται και η θεραπεία του μαθητή σαν μια αποκάλυψη μπροστά στα μάτια του ενός νέου κόσμου, που μέχρι πρότινος αγνοούσε. Ένα σύνολο σημείων και σημαινομένων που διαπλέκονται σε έναν δεσμό άρρηκτο, που αλλάζουν σχήμα μέχρι να οδηγηθούν στην τελική τους μορφή μέσα από την αόρατη διάδραση με τον αναγνώστη. Αυτή η μορφή που θα αποκρυσταλλωθεί ως η πεμπτουσία του.
Όταν ο μαθητής καταφέρει όχι μόνο να αντλεί την πληροφορία, αλλά και να την ερμηνεύει, θα είναι σε θέση και να την αξιοποιεί προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του, θα μπορεί να διευρύνει συνεχώς το γνωστικό του σύμπαν και να μετέχει με αξιώσεις στην κοινωνική ζωή. Αυτός είναι ο στόχος, αλλά ταυτόχρονα και η επιβράβευσή του. Να περάσει από τη μικρή πόλη του κειμένου, σε αυτή που κάποτε ονειρεύτηκε να δημιουργήσει. Το κείμενο του διδάσκει τη δημιουργία, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή.