Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Την ώρα που η πλειονότητα της κοινωνίας ασχολείται με την πορεία της πανδημίας του κορωνοϊού, τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα, τα εμβόλια, τα μέτρα και κάθε συζήτηση σχετικά με όλα αυτά, νομίζω ότι αυτό που συνέβη στο 4ο δημοτικό σχολείο Πυλαίας, στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέρρευσε το ταβάνι σχολικής αίθουσας, χωρίς ευτυχώς να υπάρξει τραυματισμός αφού οι μαθητές είχαν απομακρυνθεί εγκαίρως με πρωτοβουλία της δασκάλας τους, πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο από ποτέ!
Αναντίρρητα, ο πολύπαθος χώρος της ελληνικής εκπαίδευσης εκτός όλων των άλλων παθογενειών που αντιμετωπίζει, δυσκολεύεται να βρει «αέρα» να αναπνεύσει λόγω και των κάκιστων κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών που υπάρχουν, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές είναι τόσο επικίνδυνες και εξόφθαλμες, που μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί το φαινόμενο διαιωνίζεται αντί να λυθεί με δραστικές κρατικές πρωτοβουλίες. Θα ήθελα πολύ να μάθω πως νιώθουν όλοι εκείνοι που έχουν αλλά και είχαν κατά το παρελθόν τα ηνία στο χώρο της Παιδείας όταν παρότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα διαβάζουμε στις ειδήσεις ότι «έπεσε το ταβάνι σε σχολική τάξη»!
Το πρόβλημα είναι διαχρονικό και παρά το γεγονός ότι συνεχώς ακούμε για μεταρρυθμίσεις και μεγάλες αλλαγές, η κατάσταση παραμένει η ίδια… Δυστυχώς, σε όλη τη χώρα, υπάρχουν εκατοντάδες σχολεία, νηπιαγωγεία και παιδικοί σταθμοί που στεγάζονται σε ακατάλληλα μισθωμένα κτίρια ή σε κτιριακά συγκροτήματα μιας άλλης εποχής που δε διασφαλίζουν την ασφάλεια και την υγιεινή μαθητών και εκπαιδευτικών. Κτίρια που, μεταξύ άλλων, δεν πληρούν τους όρους αντισεισμικής προστασίας, που χρησιμοποιούν για αίθουσες διδασκαλίας υπόγεια, γυμναστήρια, πρώην καταστήματα και στην καλύτερη περίπτωση προκατασκευασμένες αίθουσες.
Και μετά από όλα αυτά, αντί το βασικό μας μέλημα να είναι πρώτιστα να παρέχουμε σαν κράτος όλα τα απαραίτητα μέσα και υποδομές προκειμένου να εξελίσσεται η εκπαιδευτική διαδικασία δίχως τέτοιου είδους προβλήματα, η μοναδική έγνοια κάθε κυβέρνησης είναι να αλλάζει σαν τα πουκάμισα τα εξεταστικά συστήματα και τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι εκατοντάδες σχολεία σε όλη τη χώρα λειτουργούν χωρίς αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, χωρίς γυμναστήριο, χωρίς βιβλιοθήκη, χωρίς εργαστήρια, χωρίς τον απαραίτητο και κατάλληλο αύλειο χώρο, χωρίς τις απαραίτητες τουαλέτες, χωρίς τον κατάλληλο φωτισμό, την κατάλληλη θέρμανση, χωρίς το απαραίτητο παιδαγωγικό υλικό; Νομίζω, ότι όποιος το κάνει θα ψεύδεται ασύστολα!
Η σημασία που έχουν οι σχολικές υποδομές για τη διαδικασία της μάθησης αλλά και για την υγεία μαθητών και εκπαιδευτικών δεν πρέπει να αμφισβητείται από κανέναν. Ο σχολικός χώρος είναι αυτός που περιβάλλει τον εκπαιδευτικό και τον μαθητή του και ταυτόχρονα εκείνος που δημιουργεί ή όχι τις προϋποθέσεις να αναπτυχθούν δραστηριότητες, εμπειρίες και βιώματα. Ο σχολικός χώρος εκτός των άλλων έχει παιδαγωγική, διδακτική, κοινωνική και ψυχολογική αξία. Χαρακτηρίζεται ως ένας «δεύτερος παιδαγωγός», καθώς επηρεάζει τη μαθησιακή συμπεριφορά των μαθητών, ενώ φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για πολλούς θεωρείται ως αφετηρία για την κοινωνική και προσωπική ζωή που παρέχει ανεκτίμητα βιώματα και εμπειρίες στους μαθητές, όντας ένας ακόμη καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης στάσεων, διαπροσωπικών σχέσεων και ποικίλων συναισθημάτων…
Τα περισσότερα σχολικά κτίρια της χώρας παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με εκείνα τα λίγα που έχουν άριστη κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή. Το πόσο μπορεί να αλλάξει την καθημερινότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού και των μαθητών ένα σχολείο σύγχρονο, λειτουργικό, που είναι εξοπλισμένο με σύγχρονα μέσα και δίνει τα μέγιστα στα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς αν κάνει μια αναδρομή στα σχολικά του χρόνια και παράλληλα φανταστεί τον εαυτό του να φοιτάει σε ένα σχολείο, όπως το παραπάνω.
Βέβαια, μακάρι το μοναδικό πρόβλημα στην ελληνική εκπαίδευση να ήταν οι υποδομές… Την ώρα, λοιπόν, που τα σχολεία άνοιξαν χωρίς να υπάρξει κάποια προσπάθεια για μείωση του αριθμού των μαθητών ανά σχολική αίθουσα, με τους μαθητές να στοιβάζονται καθημερινά στις σχολικές αίθουσες, τα κενά εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια, στην ειδική εκπαίδευση και στην παράλληλη στήριξη είναι πολλά και σημαντικά. Είναι ανεπίτρεπτο μέσα σ’ μια ήδη «προβληματική» ατμόσφαιρα λόγω των τόσων και διαφορετικής φύσεως προβλημάτων να φτάνουμε Νοέμβριο προκειμένου να καλυφθούν τα κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό, την ώρα που σύσσωμη η σχολική κοινότητα ταλαιπωρήθηκε τα δύο προηγούμενα έτη λόγω της τηλεκπαίδευσης και του εγκλεισμού με αποτέλεσμα να έχουν συσσωρευτεί τεράστια κενά και ελλείψεις στους μαθητές.
Η ανάγκη για έναν σοβαρό (επιτέλους!) σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός συνολικού σχεδίου που θα αφορά τόσο στις κτιριακές υποδομές με στόχο τη δημιουργία νέων σύγχρονων μονάδων και τη βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών, όσο φυσικά και την κάλυψη των κενών του εκπαιδευτικού προσωπικού, πριν αρχίσει κάθε σχολική χρονιά, πρέπει να σταματήσει να αποτελεί ένα πάγιο αίτημα της κοινωνίας αλλά να γίνει πραγματικότητα με κάθε κόστος. Κάθε λαός που δεν αποφασίζει να επενδύσει στους τομείς της υγείας και της παιδείας είναι καταδικασμένος να αποτύχει! Γι’ αυτό και πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος κάνοντας παρεμβάσεις που εξυπηρετούν το «φαίνεσθαι».