Θέματα 2023 – Ιστορία – Ημερήσιο Λύκειο – Εσπερινό Λύκειο
Σχολιασμός εκφωνήσεων
Με θεματολογικές επιλογές βατές και σαφείς για άλλη μια χρονιά η Ιστορία Ανθρωπιστικού Προσανατολισμού αποδείχθηκε ότι αποτελεί το μάθημα, στο οποίο πάντα έχουν το πλεονέκτημα οι υποψήφιοι και οι υποψήφιες που προετοιμάζονται με σταθερότητα, σοβαρότητα και συνέπεια.
………………………………………………………………..
Ενδεικτικές απαντήσεις
Θέμα Α1
α. Ως ένα από τα αντιβενιζελικά κόμματα από το 1910 και εξής το κόμμα του Γ. Θεοτόκη ήταν πιο μετριοπαθές από τα άλλα δύο και ζητούσε να διορθώσει αυτά που θεωρούσε λάθη των Φιλελευθέρων. Συμφωνούσε με την πάση θυσία αύξηση των εξοπλισμών και ζητούσε φορολογικές ελαφρύνσεις για τους μικροεισοδηματίες. Από το κίνημα στο Γουδί έως τη συνταγματική κρίση του 1915, μεταξύ των αντιβενιζελικών κομμάτων το θεοτοκικό κόμμα είχε τη μεγαλύτερη εκλογική βάση, και έτσι αποτέλεσε τον πυρήνα των Αντιβενιζελικών.
β. Το Μάρτιο του 1922 τα δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε με έναν απρόσμενο τρόπο. Λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία, η κυβέρνηση προέβη σε ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε το 1926. Φυσικά, ο νομισματικός αυτός ελιγμός δεν στάθηκε ικανός να προλάβει τη Μικρασιατική καταστροφή και τις βαρύτατες συνέπειές της.
γ. Η ελληνική κυβέρνηση, μπροστά στο τεράστιο έργο της περίθαλψης και αποκατάστασης των προσφύγων που έπρεπε να αναλάβει, ζήτησε τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ). Με πρωτοβουλία της ΚΤΕ, το Σεπτέμβριο του 1923 ιδρύθηκε ένας αυτόνομος οργανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), με έδρα την Αθήνα. Βασική αποστολή της, κυρίως ανάμεσα στο 1924 και το 1928, ήταν να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και οριστική στέγαση. Το γεγονός ότι ήταν ένας οργανισμός υπό διεθνή έλεγχο τη βοήθησε να είναι αποστασιοποιημένη από την ταραγμένη ελληνική πολιτική ζωή και ως εκ τούτου αποτελεσματικότερη. Βέβαια, για την υλοποίηση των προγραμμάτων της το ελληνικό κράτος της παραχώρησε τα υλικά μέσα και το ανθρώπινο δυναμικό. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις το έργο των κατά τόπους επιτροπών της ΕΑΠ ή του κράτους γινόταν βιαστικά, εμπειρικά και πρόχειρα ή εξυπηρετούσε απλώς άμεσες ανάγκες και πολιτικές σκοπιμότητες, αυτό δεν μειώνει τη σπουδαιότητα του συνολικού έργου που επιτεύχθηκε. Η ΕΑΠ λειτούργησε μέχρι το τέλος του 1930. Με ειδική σύμβαση μεταβίβασε στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της, καθώς και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους πρόσφυγες
Θέμα Α1
α. Λάθος
β. Σωστό
γ. Λάθος
δ. Σωστό
ε. Σωστό
Θέμα Β1
Κατά την περίοδο 1910-1912, όσον αφορά τη δομή του βενιζελικού κόμματος, αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωποπαγές. Ο Βενιζέλος, με ισχυρή θέση στο Κοινοβούλιο και μεγάλο κύρος, είχε τα πάντα υπό τον έλεγχό του, όπως και ο Τρικούπης. Οι σύνδεσμοι Φιλελευθέρων που είχαν ιδρυθεί δεν έπαιζαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος και δεν διέφεραν σημαντικά από τις τοπικές ομάδες φίλων που σχημάτιζαν τα παραδοσιακά κόμματα. Το 1912 άρχισε να αναδιοργανώνεται το κόμμα, με την ίδρυση Λέσχης Φιλελευθέρων στην Αθήνα και σε ορισμένες άλλες εκλογικές περιφέρειες. Οι βενιζελικοί είχαν πλάσει στο νου τους ένα ιδεατό κόμμα, χωρίς τις μικρότητες και τις διχόνοιες της παλιάς πολιτικής ελίτ, όμως αυτό δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Η ηγεσία έπρεπε αναγκαστικά να λαμβάνει υπόψη κοινωνικά και τοπικά συμφέροντα καθώς και αντιπαλότητες ανάμεσα σε στελέχη, όπως συνέβαινε και σε κάθε άλλο κόμμα.
Θέμα Β2
Η πρώτη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εργάστηκε με ζήλο και απέδωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σημαντικό έργο. Εξέδωσε πολύ γρήγορα νόμους και διατάγματα, έκοψε κρητικό νόμισμα (την κρητική δραχμή), ίδρυσε την Κρητική Τράπεζα, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία και Χωροφυλακή με Ιταλούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (καραμπινιέρους). Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα για την εκπαίδευση και τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και τα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903), ιδρύθηκαν πολλά σχολεία και διορίστηκαν δάσκαλοι.
Ένα σοβαρό ζήτημα, που επίσης αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ήταν το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόμο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήματα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις έως σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το Διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του
Θέμα Γ1α
Ο προσφυγικός συνοικισμός της Ερμούπολης της Σύρου αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα ίδρυσης και εξέλιξης ενός αυτοτελούς και ακμαίου προσφυγικού συνοικισμού κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο οποίος βασίστηκε στην πρωτοβουλία των οικιστών του, χωρίς κυβερνητική αρωγή. Η περιοχή, που το 1825 πήρε το όνομα Ερμούπολη από τους πρόσφυγες οικιστές της, άρχισε να συγκεντρώνει από το 1821 έως το 1824 Έλληνες πρόσφυγες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας: Μικρασιάτες, Ψαριανούς, Κρήτες και κυρίως Χίους. Σύμφωνα με το δοσμένο παράθεμα, πρώτοι πρόσφυγες που κατέφθασαν στη Σύρο («εις την άλλοτε έρημον ταύτην ακτήν της Σύρου») ήταν οι Κυδωνιείς και ακολούθησαν Χίοι, Σμυρναίοι, Κρήτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες και άλλοι. Μάλιστα, στη Σύρο κατέφυγε και μεγάλος αριθμός («μέγα πλήθος») προσφύγων από την Τήνο, κυρίως μετά την επιδημία πανώλης, αλλά και από άλλα γειτονικά νησιά. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι πρόσφυγες της Σύρου προέρχονταν από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, εφόσον οι πλουσιότεροι πρόσφυγες επέλεγαν να κατευθυνθούν προς τα Ιόνια Νησιά και την Ευρώπη. Όταν όμως συνειδητοποιήθηκε η σημασία του λιμανιού της Σύρου για το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, άρχισαν να φτάνουν στο νησί ακόμα και πρόσφυγες από πλουσιότερα κοινωνικά στρώματα.
Από τις ιστορικές μας γνώσεις είμαστε σε θέση να αναφέρουμε ακόμα ότι η συμφόρηση που είχε επέλθει στα γειτονικά νησιά, η θέση του λιμανιού και η ουδέτερη στάση που τηρούσε το νησί στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης προκάλεσαν την αθρόα προσέλευση προσφύγων στη Σύρο. Οι ντόπιοι Συριανοί κατοικούσαν στην Άνω Σύρο, μακριά από την παραλία, στην οποία συγκεντρώθηκαν οι νεοφερμένοι. Σύντομα η αυξημένη προσέλευση προσφύγων προκάλεσε την επιφυλακτικότητα και, στη συνέχεια, τις αντιδράσεις των ντόπιων, κυρίως λόγω κτηματικών διαφορών. Τη διάσταση υποδαύλιζε επιπλέον η διαφορά δόγματος μεταξύ των καθολικών ντόπιων και των ορθόδοξων προσφύγων. Όλα αυτά επιβεβαιώνονται και από το παράθεμα του Απόστολου Βακαλόπουλου, ο οποίος αναφέρει ότι στην αρχή η ντόπιοι συμπεριφέρονταν απέναντι στους πρόσφυγες με καλοσύνη και τηρούσαν επιφυλακτική στάση, θεωρώντας ότι έτσι αποφεύγουν την αντιπαράθεση τόσο με την ελληνική όσο και με την τουρκική κυβέρνηση. Όμως, προϊόντος του χρόνου οι ντόπιοι άρχισαν να εκφράζουν ανησυχίες για τη διαρκή προσέλευση και συγκέντρωση προσφύγων στο νησί, ενώ σύντομα ήρθαν στο προσκήνιο και τα ζητήματα των θρησκευτικών και κτηματικών διαφορών («Η αμφίρροπος όμως στάσις των καθολικών κατά τας αρχάς της ελληνικής επαναστάσεως, ως και αι δια κτηματικούς λόγους κυρίως εγερθείσαι εν Σύρω έριδες μεταξύ εντοπίων και προσφύγων, ανέξεσαν την από αιώνων υπολανθάνουσαν θρησκευτικήν διαίρεσιν των κατοίκων»). Πράγματι, όπως αναφέρει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε κτήματα τόσο καλλιεργημένα όσο και ακαλλιέργητα που όλα όμως ανήκαν στους γηγενείς και αυτό ήταν φυσικό να δημιουργήσει συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις («Το ότι εσημειώθησαν επεισόδια μεταξύ γηγενών και προσφύγων δια κτηματικούς λόγους δεν είναι διόλου άξιον απορίας»).
Θέμα Γ1β
Στο ελληνικό κράτος, στη θέση των παλιών κέντρων που παρήκμασαν, αναδείχθηκαν νέα. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά ήταν η Σύρος, η οποία στη διάρκεια της Επανάστασης δέχθηκε κύματα προσφύγων, κυρίως από τη Χίο. Η στρατηγική θέση του νησιού, στο κέντρο του Αιγαίου και πάνω ακριβώς στις διαδρομές που συνέδεαν τα Στενά και τη Μαύρη Θάλασσα με τους μεσογειακούς δρόμους του εμπορίου, συνέβαλε στη δημιουργία ισχυρότατου – όχι μόνο για τα ελληνικά μέτρα – ναυτιλιακού κέντρου. Στην ανάπτυξη αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής: στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του Δούναβη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που μας δίδει η Χριστίνα Αγριαντώνη στο δεύτερο παράθεμα, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η Σύρος κατείχε μια «ζηλευτή θέση, πάνω στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη ή τη Μαύρη Θάλασσα με τα μεγάλα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου». Επιπλέον, η Αγριαντώνη τονίζει ότι λόγω του καθολικού θρησκεύματος των κατοίκων της Σύρου το νησί τελούσε υπό τη γαλλική προστασία στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης και αυτό επρόκειτο να οδηγήσει, μέσα σε λίγα χρόνια, στην ανάδειξη της Ερμούπολης σε σημαντικότατο ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο του Αιγαίου.
Θέμα Δ1α
Στην Ευρώπη πρωτεργάτης του αγώνα των Ποντίων για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας ήταν ο Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος, στηριζόμενος στις προπολεμικές δεσμεύσεις των νικητριών Δυνάμεων για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών στον μεταπολεμικό κόσμο και βασιζόμενος στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος είχε βρεθεί στην πλευρά των νικητών σε αντίθεση με την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, θεωρούσε ότι είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για τη διατύπωση εθνικών διεκδικήσεων «με την αίσθηση του επείγοντος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ελευθερία Κυφωνίδου στο πρώτο παράθεμα. Οπότε από τη Μασσαλία, όπου βρισκόταν, ο ο Κ. Κωνσταντινίδης με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Ο ίδιος επίσης τύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Αυτό το χάρτη τύπωσε και σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρτ-ποστάλ) με γραπτό κείμενο στα γαλλικά: «Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία». Η ρωσική επανάσταση ξεσήκωσε τους Έλληνες του Πόντου για το δικό τους εθνικό αγώνα, ενώ στο πρώτο παγκόσμιο Παν-ποντιακό Συνέδριο, που οργανώθηκε στη Μασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ο ίδιος ο Κ. Κωνσταντινίδης, με τηλεγράφημα που έστειλε στον Α. Τρότσκι, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης. Σχετικά μάλιστα με αυτό το Συνέδριο ο ίδιος ο Κ. Κωνσταντινίδης παραδέχεται ότι επέσπευσε τη διενέργειά του «συστάσει υψηλών φιλικών κύκλων δυναμένων ως εκ της θέσεώς των να γνωρίζωσι την εν γένει κατάστασιν». Όπως συμπληρώνει σχετικά η Ελευθερία Κυφωνίδου, «τα πράγματα για τον Κωνσταντινίδη ήταν ξεκάθαρα: οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση της έναρξης των εργασιών του παμποντιακού συνεδρίου μεγιστοποιούσε τον κίνδυνο να μείνει η ποντιακή περιοχή εκτός νυμφώνος κατά τον τελικό διακανονισμό των εκκρεμών πολεμικών ζητημάτων».
Θέμα Δ1β
Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων. Στο συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε το Δεκέμβριο του 1918, ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία. Ο Αντώνης Κλάψης στο δεύτερο παράθεμα παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία για τη στάση αυτή του Βενιζέλου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, στις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας που διατυπώθηκαν αναλυτικά στο υπόμνημα που υπέβαλε ο Βενιζέλος προς τη Συνδιάσκεψη στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918, επειδή αναγνώριζε τις αντικειμενικές δυσχέρειες που προέκυπταν λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης του Πόντου από τις υπόλοιπες περιοχές με πυκνό ελληνικό πληθυσμό, ο Βενιζέλος απέφυγε να διατυπώσει διεκδικήσεις, διότι ακόμα και αν εξασφάλιζε τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να παρέμβει στρατιωτικά στην περιοχή, προκειμένου να επιβάλει με τη δύναμη των όπλων, εάν αυτό απαιτούνταν, τη θέλησή της. Ταυτόχρονα, επειδή είχε αμφιβολίες για τη δυνατότητα των Ποντίων να αντιμετωπίσουν μόνοι τους ενδεχόμενες τουρκικές πιέσεις, ο Βενιζέλος απέρριψε και τη λύση της ίδρυσης ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, οπότε εισηγήθηκε την ενσωμάτωση του Πόντου στη νεοσυσταθείσα Αρμενική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας εικαζόταν ότι οι Έλληνες θα απολάμβαναν πλήρους ισονομίας και ισοπολιτείας, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχιση της παρουσίας τους και την ευημερία τους στις πατρογονικές τους εστίες.
Αυτή η πρόταση του Βενιζέλου, στις αρχές του Φεβρουαρίου 1919, προς το Ανώτατο Συμβούλιο, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Μπακού, στο Κρασνοντάρ, στο Βατούμ και στη Μασσαλία, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Ειδικά στην Κωνσταντινούπολη, όπως αναφέρουν η Έφη Αλλαμανή και η Κρίστα Παναγιωτοπούλου στο τρίτο παράθεμα, οι Έλληνες του Πόντου «εκδηλώθηκαν με την υποβολή υπομνημάτων προς τους αρμοστές των Δυνάμεων, στα οποία επαναλάμβαναν το αίτημα της ενώσεως με την Ελλάδα ή τουλάχιστον της δημιουργίας Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου». Πολλά ποντιακά σωματεία έστειλαν τότε τηλεγραφήματα στο Παρίσι για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, τον οποίο επισκέφθηκε μάλιστα τον Απρίλιο του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Μετά τη διεξοδική ενημέρωση που έλαβε ο Έλληνας πρωθυπουργός από τον Χρύσανθο, για το Ποντιακό Ζήτημα, αποφάσισε να ενισχύσει τις προσπάθειες των Ποντίων και έδωσε την έγκρισή του στο μητροπολίτη να συνεχίσει την προσπάθεια ενημέρωσης όλων των πολιτικών που έλαβαν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Οι περισσότεροι από αυτούς, με εξαίρεση τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Ελληνοποντίων. Συγκεκριμένα, στην πρόταση του μητροπολίτη να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Ουίλσον απάντησε: «Είναι θαυμάσια όσα μου λέτε. Ο Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος. Μίαν ψήφον έχω εις την Συνδιάσκεψιν, αλλά θα την διαθέσω υπέρ του λαού σας».
………………………………………………………………..
Καλά αποτελέσματα σε όλα τα παιδιά που διαγωνίστηκαν στον επίπονο στίβο των εξετάσεων.
Βασιλική Ανάγνου | Δημήτρης Περβολιανάκης