Του Νίκου Τσούλια
[ο λόγος] Αυτός, τρυπώνοντας μες στις βαθιές σπηλιές της λέξης,
θα τους ξεφεύγει, ή και ξαπλώνοντας πίσω από της λέξης
τους ίσκιους, ή και βουλιάζοντας μες στ’ άπατα νερά της λέξης,
– επάνω στ’ άπατα νερά της λέξης δεν θ’ αφήνει
παρά τη σκιάν ή την ανταύγεια του φευγαλέου σώματος μονάχα.Ά. Δικταίος, Ένας ποιητής
Τι είναι άραγε τα βιβλία;
Είναι αυτό που γεύονται οι αισθήσεις μας; Είναι καταθέσεις ψυχής; Είναι φτερούγισμα πνεύματος; Είναι όντα ξεχωριστά στον κόσμο; Γιατί δεν έχει η φύση βιβλία; Είναι φωνές συνείδησης; Είναι οι γραμμωμένες χάρτινες σελίδες που έχουν οργώσει οι καλλιεργητές, αφήνοντας το θέρισμα σε εμάς; Είναι το σημασιολογικό φορτίο τυπωμένων λέξεων; Τι ακριβώς ερωτεύεσαι όταν ανοίγεις ένα βιβλίο; Γιατί είσαι προσηλωμένος στο χορό των γραμμάτων και των εννοιών; Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς βιβλία; Έχουμε ευθύνη να το βρούμε! Να βρούμε ποιος είναι ακριβώς ο κόσμος των βιβλίων… Εμείς δημιουργήσαμε τα βιβλία ή τα βιβλία εμάς; Και αν συναντιόμαστε στη μέση του δρόμου, ποιος κανονίζει ότι θα συνευρεθούμε;
«Αναγνώστης και ανάγνωσμα συνευρίσκονται: το βιβλίο στο χέρι – το μάτι στο βιβλίο. Δίδυμο εναντίον και υπέρ της μοναξιάς. Αυτός είναι ο πολυτιμότερος τίτλος της ανάγνωσης».
(Δ. Μαρωνίτης)
Τι είναι το διάβασμα;
Είναι ίδιο με την ανάγνωση; Είναι πέρασμα σε τόπους ευτυχίας και αγαλλίασης; Γιατί δεν υπάρχει το διάβασμα στη φύση, έξω από τον κόσμο του ανθρώπου; Τι ακριβώς γίνεται με το διάβασμα; Πού ταξιδεύουμε, πού βρισκόμαστε; τι νοσταλγούμε; Αν η ανάγνωση είναι ένα είδος διαλόγου, με ποιον ακριβώς συζητάμε; με τον συγγραφέα; με τους άλλους αναγνώστες, περασμένους και επερχόμενους; με τον εαυτό μας; ποιον εαυτό μας, τον χθεσινό ή τον αυριανό; Γιατί κόβει τους δεσμούς με την κανονική πραγματικότητα όποιος βυθίζεται στις σελίδες; πού ταξιδεύει; και αν ναυαγήσει, πώς μπορεί να βρει το δρόμο του νόστου; Στο μέλλον θα διαβάζουν οι άνθρωποι; Και πώς θα είναι ένα τέτοιο μέλλον; Μπορεί τότε να εξορίζονται όσοι είναι αναγνώστες; Τι θα απογίνουν όσοι γεννήθηκαν πρωτίστως για να διαβάζουν; όταν δηλώνουν στη συνείδησή τους και παντού ως απασχόληση: «διαβαστή» ή αναγνώστη; Είναι η ανάγνωση μια απόπειρα να γνωρίσουμε το γυμνό πυρήνα της ύπαρξης, τη συστατική ουσία του εαυτού μας; Τι σημαίνει να διαβάζουμε ένα βιβλίο του Αριστοτέλη που διάβαζε και ένας αναγνώστης πριν 2.000 χρόνια και που θα διαβάζει ένας άλλος αναγνώστης μετά από 1.000 χρόνια; Τι μας ενώνει; Υπάρχει ιστός πνεύματος; Τι ακριβώς μάς συμβαίνει όταν διαβάζουμε; Είμαστε μόνοι μας όταν διαβάζουμε; Τι ξεπηδάει μέσα από τα λεκτικά σχήματα της ανάγνωσης που μας ανταριάζει τόσο εύκολα; Μήπως υπάρχουν πνεύματα τριγύρω μας, όταν ανοίγουμε τα βιβλία; Τι χωρίζει και τι ενώνει τη ζωή με το διάβασμα;
Για άλλους η ανάγνωση είναι παρηγοριά και βάλσαμο στην ταλαιπωρημένη ψυχή του ανθρώπου ή μια εκλεκτή και εκλεκτική απόλαυση για όσους διαθέτουν λεπτή καλαισθησία και αναζητούν τις σπάνιες ηδονές.
Δ. Δημηρούλης
Τι είναι οι βιβλιοθήκες;
Είναι ναοί του ανθρώπινου πνεύματος, του αθάνατου πνεύματος; Τι παράδεισο μας υπόσχονται αυτοί οι ναοί, επίγειο ή παράδεισο στο επέκεινα ή μήπως και τους δύο; Είναι οι μόνοι χώροι που ξέρουν τις αγωνίες και τους στοχασμούς των ανθρώπων, των ανθρώπων που άνοιξαν δρόμους στην ιστορία; Είναι οι αυθεντικοί θεματοφύλακες των βωμών της ανθρώπινης συνείδησης; Εδώ μόνο πρέπει να υμνούμε το άγιο πνεύμα των στοχαστών; Είναι τόποι ιεροί; Οι άνθρωποι των βιβλιοθηκών είναι σαν και εμάς; Σε τι συνίσταται η δική τους, ξεχωριστή τελετουργία; Τα βιβλία τούς (ανα)γνωρίζουν; Τι ακριβώς λατρεύουμε και υμνούμε εδώ; Υπάρχουν αχαρτογράφητοι τόποι του ανθρώπινου πνεύματος που δεν υπάρχουν στα βιβλία; πώς θα τους διαβούμε; Γιατί, όταν διαβαίνουμε το κατώφλι μιας βιβλιοθήκης σε ξένη χώρα, νιώθουμε ότι είμαστε στην πατρίδα μας; Ποια είναι η πραγματική πατρίδα του ανθρώπου; Στη χώρα του βιβλίου, πώς γεννιόμαστε; Γιατί υπάρχει ΜΟΝΟ μια χώρα του βιβλίου, όπου γης και όπου χρόνου;
Ο τυφλός Χόρχε Λουίς Μπόρχε σφιχτοκλείνει τα μάτια του για ν’ ακούσει καλύτερα τα λόγια ενός αθέατου αναγνώστη. Σ’ ένα σκιερό δάσος, καθισμένο σ’ έναν κορμό σκεπασμένο με μούσκλια, ένα αγόρι κρατά στα δυο του χέρια ένα μικρό βιβλίο το οποίο διαβάζει μες στην απαλή σιγαλιά, άρχοντας χρόνου και χώρου.
(Α. Μανγκέλ, Η τελευταία σελίδα)