Του Νίκου Τσούλια
Οι καιροί αλλάζουν, οι κοινωνίες μετασχηματίζονται, η ζωή εξελίσσεται, η ιστορία κινείται όλο και πιο γρήγορα – και το μέλλον δεν διαρκεί πολύ! Και ευτυχώς που η μεταβολή είναι η μόνη σταθερή παράμετρος της πραγματικότητας, γιατί ποιος μπορεί να φανταστεί έναν εφιάλτη μονιμότητας;
Είναι γνωστή η αντιπαράθεση μεταξύ συντήρησης και προόδου στα πεδία της ιδεολογίας και της πολιτικής. Αλλά η γενίκευση έχει ανατραπεί· γιατί ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η παραδοσιακή αριστερά είναι δύναμη προόδου όταν είναι φοβική, εσωστρεφής, δημαγωγική; Αλλά και από την άλλη πλευρά, ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η παράδοση δεν έχει την αξία της σε έναν κόσμο διαρκώς μεταλλασσόμενο ή ότι είναι χαρακτηριστικό μόνο της συντηρητικής κοσμοθεωρίας;
Μακρηγόρησα. Η ελληνική κοινωνία άλλαξε πολύ, για παράδειγμα, στο διάστημα μεταξύ 1960 και 2000. Και οι αλλαγές φυσικά περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της συλλογικής, της κοινωνικής και της προσωπικής ζωής μας. Όμως έχει νόημα και αξία η διατήρηση μερικών παραδόσεων, οι οποίες έχουν καλύτερο περιεχόμενο από μια πιθανή αλλαγή τους.
Τελικά αναφέρομαι στη νηστεία της Μ. Εβδομάδας. Κάπου εκεί στη δεκαετία του 1970 και περισσότερο στη δεκαετία του 1980 αρχίσαμε να γινόμαστε καταναλωτικοί, πολύ καταναλωτικοί – πέραν των δυνατοτήτων μας και πέραν των αναγκών μας! Σ’ αυτές τις δεκαετίες και υπό την επήρεια του κίβδηλου πλουτισμού και κυρίως του κραταιού καταναλωτισμού, η εν λόγω νηστεία αμφισβητήθηκε. Και μάλιστα με μαγκιά και με άποψη, σα να ήταν σημείο χειραφέτησής μας από μια χρόνια και επιβαλλόμενη συνήθεια.
Εδώ προβάλλω λοιπόν τις ενστάσεις μου. Αρχικά στο πεδίο της θρησκευτικότητας, θέτω ένα ερώτημα. Σε τι συνίσταται τελικά η Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα αν αποδομούμε τα συστατικά τους στοιχεία; Αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι περισσότεροι πάμε στην εκκλησία τη Μ. Παρασκευή και μάλλον στην έξοδο του Επιτάφιου και λίγο ή καθόλου πέραν αυτής, ότι στην Ανάσταση πάμε για μισή ώρα το πολύ και μόλις ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» εξαφανιζόμαστε σα να έχει πέσει βόμβα, ότι τη Μ. Εβδομάδα δεν πάμε εκκλησία, ότι δεν νηστεύουμε και το πιο σημαντικό ότι δεν κάνουμε μια ενδοσκόπηση στα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου: στο θάνατο, στο περιεχόμενο και στο νόημα της ζωής, τότε τι ακριβώς σημαίνει για εμάς το Πάσχα;
Η νηστεία έχει – κατά τη γνώμη μου – δύο όψεις, ποιοτική και ποσοτική. Δεν μπορεί να νοηθεί καμιά μορφή νηστείας αν τρώμε τόσες ποσότητες όσο και όταν δεν κάνουμε νηστεία. Δεν μπορεί να νοηθεί νηστεία όταν τρώμε νηστήσιμα αλλά πιο λαχταριστά φαγητά από ό,τι τις άλλες ημέρες. Νηστεία σημαίνει ολιγάρκεια και εγκράτεια σε σχέση με ό,τι περιλαμβάνει η καθημερινή μας διατροφή και κυρίως αποχή από το λάδι. Γιατί μόνο η έλλειψη του λαδιού δίνει τελικά την αξία στη νηστεία και όχι μονομερώς η έλλειψη του κρέατος.
Υπάρχει και συνέχεια πέραν της θρησκευτικής θεώρησης του θέματός μας, η κοινωνική και πολιτισμική πλευρά. Ποιο μπορεί να είναι το νόημα που δίνουμε ως κοινωνία στο Πάσχα και στη Μ. Εβδομάδα, όταν δεν μπορούμε να διατηρήσουμε ένα συστατικό στοιχείο τους, τη νηστεία; Γιατί κόβουμε ένα νήμα παράδοσης αιώνων και αιώνων, αφού οι διάδοχες γενιές μας βλέπουν την αποκοπή του και προφανώς δεν θα είναι και το πιο εύκολο πράγμα κάποια στιγμή να επανέλθει;
Αλλά υπάρχει και η προσωπική στάση, που τη θεωρώ και την πιο σημαντική. Αν δεν μπορούμε να αυτοπειθαρχήσουμε σε κάτι που θεωρητικά τουλάχιστον το κρίνουμε ως σωστό, αυτό δεν συνιστά μια ομολογία μη ελέγχου αρνητικών παθών μας και στην περίπτωσή μας, εκείνου της βουλιμίας; Αλλά αυτό δεν είναι χειραγώγηση της ελευθερίας του πνεύματός μας από εμάς τους ίδιους, γιατί πολύ απλά δεν τηρούμε αυτό που θεωρούμε σωστό ή έστω στοιχείο μιας παράδοσης και ενός εθίμου; Θέτω κι ένα άλλο ζήτημα. Η απαξίωση της νηστείας – εφόσον δεχόμαστε το όλο σύμπαν του Πάσχα – είτε με την λογική του καταναλωτισμού είτε με μια ιδεολογική ένσταση δείχνει έλλειψη σεβασμού, έλλειψη σεβασμού στον εαυτό μας!
Μπορεί κάποιος να προφασίζεται δικαιολογίες άλλες, για παράδειγμα να αμφισβητεί τη θρησκευτικότητα της νηστείας ή την εκκλησία κλπ. Αλλά γιατί δεν στρέφει την εναντίωσή του στα κακώς κείμενα της εκκλησίας – που δεν είναι και λίγα – ή σε συγκεκριμένους ανθρώπους της που προσβάλλουν τον ίδιο το χριστιανισμό; Να προβάλλει και να απαιτήσει, για παράδειγμα, την απομάκρυνση του Αμβρόσιου των Καλαβρύτων που αμαυρώνει με τη βαρβαρότητά του και τη φασιστική νοοτροπία κάθε έννοια θρησκείας.
Ας στοχαστούμε. Μια μεγάλη πηγή προβλημάτων της υγείας μας και της αισθητικής μας είναι η υπερβολική κατανάλωση τροφής. Ζούμε σε καιρούς παρακμής. Είμαστε κοιλιόδουλοι. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι πολλά προβλήματα υγείας αλλά και της αισθητικής μας εικόνας προκύπτουν από την καταναλωτική μας μανία στη διατροφή. Αρκεί να σκεφτούμε το πόσο πολύ ασχολούμαστε με την παρασκευή φαγητών, γλυκών κλπ στην τηλεόραση. Πρόκειται για μια ήττα της πνευματικότητάς μας. Δεν αξίζει να στοχαστούμε, να κάνουμε αυτοκριτική για τις παρακμιακές συνήθειές μας και συμπεριφορές μας και να τις αμφισβητήσουμε;
Υ.Γ.
1. Δεν έχω ούτε ίχνος σε καμιά περίπτωση θρησκοληψίας – το αντίθετο προφανώς και εμφανώς…
2. Δεν σημαίνει ότι αυτά που γράφω τα τηρώ πλήρως, αλλά προσπαθώ.