Του Νίκου Τσούλια
Στην Ελλάδα, στη χώρα που κάποτε ανθοφορούσε το μόνιμα ανήσυχο πνεύμα, σήμερα δεν ευδοκιμεί η αναζήτηση, σήμερα δεν προάγεται η έρευνα και ο στοχασμός. Αντίθετα θεωρούμε την έρευνα πολυτέλεια, τη θεωρούμε ότι είναι μια υπόθεση των μεγάλων κρατών και εμείς οριοθετούμε τη δική μας δράση στην εφαρμογή των έτοιμων λύσεων από τα πορίσματα των άλλων λαών.
Ωστόσο η έρευνα και η καινοτομία θα είναι οι «ναυαρχίδες» στις επιστημονικές λειτουργίες μιας κοινωνίας, ακριβώς γιατί είναι αυτές που προετοιμάζουν αλλά και εν πολλοίς διαμορφώνουν το μέλλον ενός λαού. «Η μεγαλύτερη μεταβολή ίσως έγκειται στο γεγονός ότι στα τελευταία 40 χρόνια η σκόπιμη καινοτομία – τόσο η τεχνική όσο και η κοινωνική – έχει καταστεί μια ξεχωριστή επιστήμη, την οποία μπορεί κανείς να μάθει και να διδάξει»[i].
Πόσες και πόσες φορές στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους δεν αντιγράψαμε ακόμα και ολόκληρη τη δομή του εκπαιδευτικού μας συστήματος και δεν ταλαιπωρούμαστε από τις ταλαντεύσεις γύρω από βασικά στοιχεία της εκπαίδευσής μας, ακριβώς γιατί δεν αναπτύσσαμε διεισδυτική και ερευνητική ματιά για να αναλύσουμε την πραγματικότητα και τις κοινωνικές τάσεις και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας ως λαός ελεύθερος και δημιουργικός.
Θα αναφερθώ σε μια περίπτωση, που κατά τη γνώμη μου, έχει ενδιαφέρον. Παρακολουθώ την προσπάθεια ενός έλληνα επιστήμονα (κ. Γ. Γέρου), ο οποίος έχει επινοήσει μια μέθοδο «Νοηματικής γραφής και ανάγνωσης» των κειμένων. Πρόκειται – πάντα κατά τη γνώμη μου – για μια αξιοσημείωτη τεχνική, καρπό μιας έρευνας, μέσω της οποίας μπορούμε να διαβάζουμε πιο εύκολα, πιο κατανοητά και πιο γρήγορα τα διάφορα αναγνώσματά μας. Είναι μια καινοτομία που μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, ιδιαίτερα στις σημερινές εποχές όπου η γνώση και η πληροφορία καθίστανται καταστατικά στοιχεία των σύγχρονων κοινωνιών και όπου ο ψηφιακός κόσμος πλημμυρίζει με μεγάλο όγκο πληροφοριών κάθε πολίτη. Και ενώ αναζητεί μια αξιολόγηση της όλης πρότασής του και μια χρησιμοποίησή της σε ένα επίσημο – θεσμικό επίπεδο (π.χ. στη συγγραφή των σχολικών βιβλίων), δεν έχει καταφέρει να βρει κάποιο έδαφος μιας σχετικής μελέτης της πρότασής του!
Η προτεινόμενη «μέθοδος γραφής ευληπτότερων και ευαναγνωστότερων κειμένων» αποτελεί μια ριζοσπαστική καινοτομία στο χώρο της ανάγνωσης και της γραφής. Πρόκειται για μια στηλώδη γραφή, στην οποία το μάτι δεν χρειάζεται να πηγαίνει «αριστερά – δεξιά», αλλά κινείται και διαβάζει κάθετα σε χρόνο πολύ πιο λίγο από ό,τι σε ένα παραδοσιακό κείμενο. Ίσως το πιο δύσκολο μέρος σε μια ερευνητική προσπάθεια να αποτελεί το καθεστώς του υπό εξέταση πεδίου, γιατί οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα δημιουργούν βεβαιότητες και δόγματα, τα οποία εν πολλοίς υποτάσσουν την αναζήτηση του νέου και της προόδου. Η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων τέτοιων αγκυλώσεων αλλά και ανατρεπτικών επιλογών, οι οποίες τελικά ιχνηλάτησαν το μέλλον και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς όφελος του ανθρώπου.
Στο πεδίο γραφής / ανάγνωσης πράγματι έχουμε μια δυναμική πρόταση, η οποία μπορεί να αλλάξει παγιωμένες δεξιότητες απελευθερώνοντας νέες δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ο τρόπος γραφής στην ιστορία ποτέ δεν ήταν ενιαίος. Διέφερε ανάλογα με τις εποχές, τους λαούς και τους πολιτισμούς, αλλά και με την αντίληψη του ίδιου του ανθρώπου για τις σχέσεις του με τον κόσμο. Σήμερα μάλιστα που εισερχόμαστε στη μεταμοντέρνα περίοδο, όπου η γνώση αλλάζει «καταστατική θέση» και γίνεται κεντρικός παράγοντας διαμόρφωσης της ιστορικότητας, η σχέση μας με τη γνώση αποκτά δραματικό χαρακτήρα. Η κοινωνία της γνώσης και η οικονομία της πληροφορίας αναδιατάσσουν το όλο σκηνικό του σύγχρονου πολιτισμού. Μπορεί να αντιμετωπίσει η παραδοσιακή πρακτική γραφής και ανάγνωσης τον όγκο και τον καταιγισμό των πληροφοριών, την ταχύτητα παραγωγής νέων γνώσεων και το διαρκή εκδημοκρατισμό της γνώσης; Κατά τη γνώμη μου όχι. Και αυτό αποδεικνύεται έντονα με την διεύρυνση της επιρροής της εικόνας της τηλεόρασης στη σύγχρονη ζωή.
Ο κ. Γ. Γέρου προτείνει την αντικατάσταση της υπάρχουσας δομής γραφής και ανάγνωσης, όπου κυριαρχούν οι λέξεις, με μια καινούργια όπου το καθοριστικό στοιχείο θα είναι τα νοήματατου λόγου. Και εδώ αναδύεται η υπεροχή της πρότασης, γιατί αυτό που εκφράζει ή προσλαμβάνει ο άνθρωπος είναι το νόημα, ενώ οι λέξεις είναι τα εργαλεία για την κατανόηση των νοημάτων. Και επειδή στην επιστήμη, η λειτουργία καθορίζει (ή πρέπει να καθορίζει) τη δομή, υπερβαίνοντας θετικά τη διαλεκτική τους σχέση, εδώ έχουμε μια γνήσια τέτοια εξέλιξη. Η ιδέα «νοηματικός επιμερισμός και διατάξεις του γραπτού λόγου», δίνει μια νέα πνοή για καλύτερη και αποτελεσματικότερη επικοινωνία των ανθρώπων – επομένως και στη στοχαστική τους καλλιέργεια – και διευρύνει τις δυνατότητες της θεσμικής και της άτυπης εκπαίδευσης για καλύτερη μόρφωση αλλά και για διεύρυνση των μορφωτικών αγαθών σε περισσότερους πολίτες.
Το πρώτο συγκριτικό πλεονέκτημα της πρότασης είναι ότι η δομή ενός νοήματος αποκτά χωρική και οπτική αυτοτέλεια, αναθεωρώντας τη σημερινή επίπεδη παρουσίαση λέξεων και νοημάτων. Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο της είναι ότι η μέθοδος παρουσιάζεται με διαφοροποιημένες μορφές επιμέρους συνδυασμών, ανάλογα με το είδος και τη χρησιμότητα του κειμένου, και εδώ ανακύπτει εστία μιας περαιτέρω εξέλιξής της. Για την εκπαίδευση, θεωρώ ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να συνδράμει στη γενικότερη έρευνα της παιδαγωγικής επιστήμης και των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών ευρύτερα, αλλά και ενδεχομένως να επιλύσει όψεις των μαθησιακών δυσκολιών των μαθητών, που ταλανίζουν τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα.
Κριτής βέβαια μιας καινοτομίας είναι πάντα η ίδια η πραγματικότητα και οι ανάγκες της κοινωνίας. Και εδώ η πρόταση αναδεικνύεται ως παράγοντας στην εξέλιξη της γραφής και της ανάγνωσης. Οι συγκριτικές αναγνώσεις μεταξύ κειμένων παραδοσιακής μορφής και κειμένων της συγκεκριμένης πρότασης, από έναν αναγνώστη, καταδεικνύουν τη ροή των εξελίξεων στο συγκεκριμένο πεδίο.
Μπορούμε να δοκιμάσουμε αυτό τον τρόπο γραφής σε δύο σχολικά βιβλία, γραμμένα το ένα με τον παραδοσιακό τρόπο και το άλλο με τη νοηματική γραφή και να δούμε τα αποτελέσματα της ανάγνωσής τους από ομάδες μαθητών. Είναι άραγε τόσο δύσκολο να ερευνάμε, να πειραματιζόμαστε και να καινοτομούμε; Είναι δύσκολο να αναζητούμε διαρκώς πιο πρόσφορες λύσεις στα ζητήματα της ζωής;